Η γλώσσα και η ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων (Μέρος Α')
του Νικολάου Ανδριώτη, καθηγητή γλωσσολογία του ΑΠΘ
Διάλεξη στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, 1952.
Ἡ ἑλληνική φυλή κατά τά νεώτερα πορίσματα τῆς Γλωσσολογίας εἶναι ἕνας ἀπό τούς κλάδους τοῦ ἰνδοευρωπαϊκοῦ ἤ ἰαπετικοῦ λαοῦ πού ζοῦσε ὡς τήν 5η χιλιετηρίδα π.Χ. ἀδιάσπαστος καί ὁμόγλωσσος σέ μιά περιοχή τῆς Β.Α. Εὐρώπης - ἴσως, κατά μία νεώτατη θεωρία, στή στέππη τῶν Κιργισίων, ἀνάμεσα στήν Κασπία καί τά Οὐράλια – καί ὁ ὁποῖος μετά την 5η χιλιετηρίδα π.Χ. ἄρχισε νά διασπᾶται τμηματικά καί νά ἁπλώνεται πρός ὅλες τίς γεωγραφικές κατευθύνσεις, ἀφομοιώνοντας τούς λαούς πού κατακτοῦσε γύρω του. Ἔτσι ἄλλα τμήματα τῶν ἰνδοευρωπαίων κατευθύνθηκαν πρός τά Ν.Α. καί Ν.Δ. τῆς Ἀσίας καί διαμόρφωσαν ὡς τίς ἀρχές τῆς 2η χιλιετηρίδας π.Χ. τούς Χεττίτες τῆς Μ. Ἀσίας, τούς Ἀρίους, δηλ. τούς Ἰνδούς καί τούς Ἰρανούς, τούς Τοχάρους καί τούς Ἀρμενίους, καί ἄλλα τμήματα κινήθηκαν πρός τά δυτικά τῆς κοιτίδας τῶν Ἰνδοευρωπαίων καί διαμόρφωσαν τούς κυριώτερους ἱστορικούς λαούς τῆς Εὐρώπης, δηλ. τούς Ἕλληνες, Ἰταλούς, Θρακοϊλλυριούς, Κέλτες, Γερμανρτφικούς ἤ Τευτονικούς λαούς καί τούς Βαλτοσλάβους. Οἱ ὑπόλοιποι λαοί τῆς Εὐρώπης, δηλ. οἱ Φινλανδοί, οἱ Οὖγγροι, οἱ Πρωτοβούλγαροι καί οἱ Τούρκοι, ἀνήκουν ὄχι στήν ἰνδοευρωπαϊκή γλωσσική οἰκογένεια, αλλά στήν οὐραλοαλταϊκή, πού ἀποτελεῖ τό ἰθαγενές ἐθνολογικό ὑπόστρωμα τῆς Σιβηρίας, ἀπ’ ὅπου καί ἦρθαν ὡς ἐπιδρομεῖς πολύ ἀργότερα. Οἱ Ἕλληνες, ἀφότου χώρισαν ἀπό τούς ἄλλους ἰνδοευρωπαίους μετά την 5η χιλιερτηρίδα π.Χ. κινήθηκαν με βραδύτατο ρυθμό ἐπί 3 περίπου χιλιετηρίδες ἐπάνω στον εὐρωπαϊκό χῶρο πού ἐκτείνεται ἀπό τήν ἰνδοευρωπαϊκή κοιτίδα ὡς τήν Ἑλλάδα. Ὡς τελευταῖος τόπος τῆς διαμονῆς τους πρίν κατεβοῦν στήν Ἑλλάδα θεωροῦνται οἱ πεδιάδες τῆς Οὐγγαρίας και τῆς Σερβίας. Ἀπ’ ἐκεῖ, ἀφοῦ πλήθυναν σημαντικά καί ἁπλώθηκαν ἐδαφικά, ὥστε νά ἀρχίση κιόλας ἡ πρωτοελληνική γλῶσσα τους πού μιλοῦσαν τότε νά διασπᾶται σέ διαλέκτους, ξεχύθηκε ἀπό τήν κοιλάδα τοῦ Ἀξιοῦ πρός τούς μακεδονικοῦς κάμπους τό πρῶτο ἑλληνικό κύμα, οἱ Ἴωνες, περί τό 2000 π.Χ. Ἡ χώρα πού ἔμελλε νά ὀνομαστῆ Ἑλλάδα κατοικοῦνταν τότε ἀπό ἕναν ἄλλο, μή ἰνδοερυωπαϊκό, μεσογειακό λαό, συγγενῆ τῶν Ἐτρούσκων τῆς Ἰταλικῆς χερσονήσου, τούς ὁποίους βρῆκαν ὅταν περί το 1500 π.χ. κατέβηκαν ἐκεί οἱ ἐπίσης ἰνδοευρωπαῖοι Ἰταλοί. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες μιλοῦν γιά τόν προκάτοχό τους λαό μέ διάφορα τοπικά ὀνόματα. Τούς ὀνομάζουν Πελασγούς, Τυρρηνούς, Κᾶρες, Λέλεγες. Ἡ σημερινή ἐπιστήμη τούς ὀνομάζει συμβατικά Προέλληνες. Οἱ Προέλληνες ἀντιπροσωπεύονται ἀρχαιολογικά στά μνημεῖα τοῦ κρητομινωϊκοῦ ἤ αἰγαίου πολιτισμοῦ. Ἦταν λαός μέ πρώιμο πολιτισμό, ὅπως συμβαίνει γιά τούς περισσότερους λαούς πού ζοῦν γύρω στή Μεσόγειο. Ἦταν θαλασσοπόροι, ἔμποροι καί πειρατές. Οἱ αρχηγοί τούς ζοῦσαν σε παλάτια μεγαλοπρεπῆ, ἐφοδιασμένα με ἀνέσεις που κάνουν καί σήμερα ἐντύπωση καί με καλλιτεχνική διακόσμηση πού μαρτυρεῖ ἀναπτυγμένη καί λεπτή καλαισθησία. Οἱ Ἴωνες ἁπλώθηκαν τότε σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα, ὑποτάσσοντνας καί ἀφομοιώνοντας σιγά σιγά τούς προελληνικούς κατοίκους της. Πόσο ἀργά συντελέστηκε ἠ ὁλοκληρωτική ἀφομοίωση τῶν Προελλήνων ἀπό τούς Ἕλληνες τό δείχνει τό γεγονός ὅτι ὡς τόν 5ο π.Χ. αἰώνα σώζονταν ὑπολείμματα Προελλήνων στόν Ἄθωνα και στή Λῆμνο, ὅπως φαίνεται ἀπό τίς σχετικές μαρτυρίες τοῦ Θουκυδίδη καί τίς προελληνικές ἐπιγραφές. Περίπου δύο αἰῶνες μετά τήν κάθοδο τῶν Ἰώνων, περί τόν 17ο αἰώνα π.Χ. καί πριν καλά καλά προχωρήση σημαντικά ἡ γλωσσική ἀφομοίωση τῶν Προελλήνων ἀπό τούς Ἴωνες, νέο κύμα ἑλληνικό κατεβαίνει πάλι ἀπό τά βόρεια, μέ πιό φρέσκη ἀλκή, καί κατακτᾶ τόν ἐθνολογικά καί γλωσσικά ἀνάμεικτον ἀκόμα ἑλληνικό χῶρο, καί αὐτοί είναι οἱ Αἰολοαχαιοί. Κι αὐτοί, ἀλλοῦ ὑποτάσσοντας τούς Ἴωνες κι ἀλλοῦ ἀπωθώντας τους πρός τά ἀνατολικά ἑλληνικά παράλια, τά νησιά καί τήν ἀπέναντί τους Ἰωνία, ἁπλώνονται σέ ὁλόκληρη τήν Ἑλλάδα, περνοῦν στά βόρεια παράλια τῆς Μ. Ἀσίας πρός τό Αἰγαῖο, στήν Κρήτη, καί ἀργότερα ἀποικίζουν καί την Κύπρο. Αὐτοί εἶναι οἱ δημιουργοί τοῦ πρώτου μεγάλου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, πού ἐπάνω στό κορύφωμα καί τό τέλος του καθρεφτίζεται λογοτεχνικά στά ὁμηρικά ἔπη, καί ἀρχαιολογικά στά εὑρήματα τῶν Μυκηνῶν, τῆς Τίρυνθας, τῆς Πύλου, τοῦ Ὀρχομενοῦ, τοῦ Βαφειοῦ κ.ἄ. τόπων. Τό τρίτο καί τελευταῖο ἑλληνικό κύμα κατεβαίνει στήν Ἑλλάδα τόν 12ο αἰώνα π.Χ. Εἶναι οἱ Δωριεῖς, πού ἐπιφέρουν τό τέλος τοῦ αἰολοαχαϊκοῦ πολιτισμοῦ, καί ἐγκαινιάζουν τήν ἀρχή μιᾶς σκοτεινῆς περιόδου τεσσάρων αἰώνων, ἡ ὁποία φτάνει ὡς τόν 8ο αἰώνα π.Χ., ὁπότε λήγει ἡ προϊστορία καί ἀρχίζει μέ τήν ἐμφάνιση ἐπιγραφῶν ἡ ἱστορική περίοδος. Καί οἱ Δωριεῖς ἁπλώνονται σέ ὅλη τή μητροπολιτική Ἑλλάδα, τήν Κρήτη καί τά νότια νησιά τοῦ Αἰγαίου, ἀφήνοντας μόνο μερικά ὑπολείμματα ἐδάφους στούς Αἰολοαχαιούς, δηλ. τήν Θεσσαλία, τή Βοιωτία, την Ἀρκαδία καί τήν Κύπρο, ὅπου οἱ Δωριεῖς δέν ἔφτασαν ποτέ, καί στούς Ἴωνες τά ἀνατολικά παράλια τῆς Πελοποννήσου, τήν Ἀττική, τήν Εὕβοια καί τά κεντρικά νησιά τοῦ Αἰγαίου. Μετά τήν κάθοδο τῶν Ἑλλήνων στήν Ἑλλάδα ἕνας ἄλλος ἰνδοευρωπαϊκός λαός, οἱ Θρακοϊλλυριοί, κλείνει τά βαλκανικά περάσματα πρός τήν Ἑλλάδα καί κόβει τήν ἐπαφή τῶν Ἑλλήνων μέ τούς ἄλλους λαούς τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης. Δέν θά παρακολουθήσουμε τίς κατοπινές κινήσεις τῶν ἑλληνικῶν φυλῶν ἐπάνω στήν Ἑλλάδα καί τίς μεταναστευτικές τους κινήσεις πρός τήν Ἀνατολή καί τή Δύση, γιατί ὅσα εἴπαμε σ’ αὐτή τή συντομώτατη καί ἁδρομερῆ ἐπισκόπηση τῆς ἑλληνικῆς προϊστορίας δέ μᾶς χρειάζονταν παρά ὡς προεισαγωγικά στό κύριο θέμα μας, πού εἶναι τό ἑξῆς: Ἀνάμεσα στά τρία διαδοχικά κύματα καθόδου τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς στή χώρα αυτή ποιοι εἶναι οἱ Μακεδόνες; Δυστυχῶς ἡ προϊστορία δέν μᾶς δίνει κανένα στοιχεῖο πού να μπορῆ να θεωρηθῆ ὅτι ἀφορᾶ τόν μακεδονικό λαό. Πρέπει νά κατεβοῦμε σχετικῶς πολύ χαμηλά τήν κλίμακα τῆς Ἱστορίας, στόν 5ο π.Χ. αἰώνα, γιά ν’ ἀκούσουμε πρώτη φορά ἀπό τόν πατέρα τῆς Ἱστορίας, τόν Ἡρόδοτο, τό ὄνομα τῶν Μακεδόνων καί μάλιστα ταυτιζόμενο ἀπό αὐτόν μέ τή δωρική φυλή. «Τό δωρικό γένος, λέει, περιπλανήθηκε πολύ· στά χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Δευκαλίωνα κατοικοῦσε στήν Φθιώτιδα, στά χρόνια τοῦ Δώρου, γιοῦ τοῦ Ἕλληνα, κατοικοῦσε στή χώρα πού εἶναι κάτω ἀπό τήν Ὄσσα καί τόν Ὄλυμπο καί που λέγεται Ἱστιαιώτιδα· ὅταν τό ἔδιωξαν ἀπό ἐκεῖ οἱ Καδμεῖοι, κατοικοῦσε στήν Πίνδο και λεγόταν Μακεδνόν». Ὁ ἴδιος ἱστορικός ἀναφέρει ὅτι στή ναυμαχία τῆς Σαλαμίνας ἔλαβαν μέρος ἀπό την Πελοπόννησο οἱ Λακεδαιμόνιοι, οἱ Κορίνθιοι, οἱ Σικυώνιοι, οἱ Ἐπιδαύριοι, οἱ Τροιζήνιοι «πού ἦταν δωρικό καί μακεδνό ἔθνος, καί εἶχαν κατεβῆ στήν Πελοπόννησο ἀπό τόν Ἐρινεό καί τήν Πίνδο καί τή Δρυοπίδα». Δωριεῖς λοιπόν εἶναι κατά τόν Ἡρόδοτο οἱ Μακεδόνες, καί μακεδονική φυλή οἱ Δωριεῖς. Καί προσθέτει ὅτι καί οἱ ἴδιοι οἱ Μακεδόνες θεωροῦν τόν ἑαυτό τους Ἕλληνες, καί ὁ ἴδιος εἶναι βέβαιος γιά τήν ἑλληνική τους ἐθνικότητα, καί οἱ ἄλλοι Ἕλληνες τό ἴδιο φρονοῦν, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἀπόφαση πού πῆραν οἱ ἑλλανοδίκες τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων νά ἐπιτρέψουν στόν Ἀλέξανδρον Α’ νά ἀγωνιστῆ ἐκεῖ. Ἀπό τίς περικοπές αὐτές, ὅπου γιά πρώτη φορά γίνεται λόγος γιά τούς Μακεδόνες, φαίνεται ὁλοφάνερα ὅτι οἱ Ἕλληνες τοῦ 5ου π.Χ. αἰώνα θεωροῦσαν τούς Μακεδόνες τμῆμα τῆς ἑλληνικῆς δωρικῆς φυλῆς, πού παλαιότερα κατοικοῦσε γύρω ἀπό τήν Πίνδο καί πού απ’ ἐκεῖ εἶχε ἁπλωθῆ καί σέ ἄλλες περιοχές, ὄχι μόνο πρός τά ἀνατολικά, δηλ. στή σημερινή Μακεδονία, ἀπωθώντας ἄλλες ἑλληνικές ἤ ξένες φυλές μέ τόν τρόπο πού ὁ ἴδιος ἱστορικός περιγράφει ἀλλοῦ, παρά καί πρός τά νότια, ὡς τήν Πελοπόννησο. Ἀλλά ὄχι μόνο τμῆμα τῶν Δωριέων, δηλ. τῆς καθαρώτερης ἀπό ξένες ἐπιδράσεις ἑλληνικῆς φυλῆς, ὅπως δεχόμαστε σημέρα, θεωροῦσαν τούς Μακεδόνες οἱ σύγχρονοι μέ τόν Ἡρόδοτο Ἕλληνες, παρά καί συναίσθηση τῆς ἑλληνικῆς τους ἐθνικότητας καί ὑπερηφάνεια γι’ αὐτή τούς ἀναγνώριζαν, ὅπως φαίνεται ἀπό τά λόγια πού βάζει στό στόμα τοῦ Ἀλεξάνδρου, τοῦ γιοῦ τοῦ Ἀμύντα, πάλι ὁ ἴδιος ἱστορικός: «Νά ἀναγγείλετε, λέει ὁ Ἀλέξανδρος στούς πρέσβεις τῶν Περσῶν πού φιλοξένησε, νά ἀναγγείλετε στό βασιλιά σας ὅτι ἕνας Ἕλληνας, βασιλιάς τῶν Μακεδόνων, σᾶς ὑποδέχτηκε φιλικά». Ὁ ἴδιος Ἀλέξανδρος κατά τόν ἴδιον ἱστορικό λέγει στούς Ἀθηναίους: «Ὦ Ἀθηναῖοι, … δέ θά μιλοῦσα, ἄν δέ ἀνησυχοῦσα πολύ γιά ὁλόκληρη τήν Ἑλλάδα. Γιατί καί ὁ ἴδιος εἶμαι Ἕλληνας τό γένος ἀνέκαθεν, καί δέ θἄθελα νά δῶ τήν Ἑλλάδα ἀπό ἐλεύθερη να γίνη σκλάβα». Μέ τή λέξη «ὁλόκληρη» τί ἄλλο μποροῦσε νά ἐννοῆ, παρά ὅτι δέν τοῦ ἀρκεῖ νά εἶναι ἐλεύθερη ἡ μακεδονική Ἑλλάδα, καί ὅτι θέλει νά εἶναι καί ἡ ἄλλη Ἑλλάδα ἐλεύθερη. Καί ὅλοι γνωρίζετε ὅτι, ὅταν ὁ παλαιός ἀδυσώπητος ἐχθρός τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀρχαίου ἑλληνισμοῦ, οἱ Πέρσες, κείτονταν νεκρός στά πόδια τῶν Μακεδόνων, καί τό μακεδονικό γόητρο ἄγγιζε τά ἄστρα, ὁ ἐνσαρκωτής τοῦ πανελλήνιου ἐκείνου ὀνείρου Ἀλέξανδρος ὁ Μέγας, στέλνοντας μετά τή μάχη τοῦ Γρανικοῦ ὡς εὐχαριστήρια δῶρα πρός τούς θεούς τίς 300 περσικές πανοπλίες, δέν τις κατεύθυνε πρός τούς ναούς τῆς γῆς τῶν πατέρων του, στήν Πέλλα τῆς Μακεδονίας, ἀλλά στόν Παρθενῶνα τῶν Ἀθηνῶν, μέ τήν ἱστορική ἐκείνη ἐπιγραφή «Ἀλέξανδρος Φιλίππου καί οἱ Ἕλληνες πλήν Λακεδαιμονίων, ἀπό τῶν βαρβάρων τῶν τήν Ἀσίαν κατοικούντων». Ἀλέξανδρος καί οἱ Ἕλληνες! Καί οἱ Μακεδόνες: Ποῦ εἶναι οἱ Μακεδόνες ἑταῖροι, τό ἄνθος τῆς μακεδονικῆς ἀριστοκρατίας, ποῦ εἶναι οἱ φάλαγγες τοῦ μακεδονικοῦ στρατοῦ, ἡ ἡγεσία τῆς ἑλληνικῆς στρατιᾶς οἱ δημιουργοί τῆς νίκης; Οὔτε τή στιγμή τῆς μεγαλύτερης ἐθνικῆς ἔξαρσης δέ θέλησε ὁ ἀρχηγός τους νά τούς θέση ἔξω ἀπό τό ὄνομα ἐκεῖνο πού ἔνιωθε νά τούς ἑνώνη μέ τήν ἐθνική τους ὁλότητα: Ἀλέξανδρος Φιλίππου καί οἱ Ἕλληνες! Ἄν ψάξετε στίς ἱστορίες τῶν λαῶν τῆς γῆς, δύσκολά θά βρῆτε ἄλλο παράδειγμα βασιλικῆς οἰκογενείας, πού, ἐνῶ ὁ λαός της τή στέργει καί τήν ἀκολουθεῖ πιστά, ἡ ἴδια θά ἐπέμενε νά διακηρύσση προκλητικώτατα, σώνει καί καλά ὅτι είναι ξένη στόν τόπο της, καί θα περιφρονοῦσε σέ τέτοιο βαθμό τήν πίστη καί τίς θυσίες τοῦ λαοῦ της, ὥστε νά μήν τόν ἀναφέρη κἄν τή στιγμή τοῦ θριάμβου. Ἡ ἑλληνική συνείδηση καί ἡ ὑπερηφάνεια γιά τήν ἀδιάσπαστη συνοχή τους μέ τόν νοτιώτερο ἑλληνισμό κράτησε τούς Μακεδόνες τόσο προσηλωμένους στά ἱστορικά του πεπρωμένα, ὥστε οἱ βασιλεῖς τους, ὅταν εἶδαν ὅτι ἡ ἀττική διάλεκτος τῶν Ἀθηνῶν καλλιεργήθηκε τόσο πολύ καί ὑψωθήκε σέ φορέα τοῦ ανώτερου τότε πνευματικοῦ πολιτισμοῦ καί σέ μορφωτικό μέσο ἀσύγκριτο, δέν ἐδίστασαν νά καθιερώσουν τήν ἀττική διάλεκτο ὡς ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ κράτους καί τῆς παιδείας των, καί ἀργότερα, ὅταν κατέλυσαν τό κράτος τῶν Περσῶν, αὐτήν νά ἐπιβάλουν ὡς ἐπίσημη γλῶσσα τῆς δημόσιας ζωῆς στά κράτη τῶν ἑλληνιστικῶν χρόνων. Αὐτός ὁ παντοτινός προσανατολισμός τῶν Μακεδόνων στά ἑλληνικά πεπρωμένα καί ἡ παντοτινή ἀντίθεση καί σύγκρουσή τους πρός τούς Θρακοϊλλυριούς ἀνάγκαζε ὅλους τούς μεγάλους ἱστορικούς μέ ἐπί κεφαλῆς τόν Beloch καί τόν Kaerst νά μήν μποροῦν νά κατανοήσουν τίποτα ἀπό τή μακεδονική ἱστορία χωρίς τήν προϋπόθεση τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικότητας τῶν Μακεδόνων. Ὅμως, ὅσο κι ἄν οἱ μαρτυρίες τοῦ Ἡροδότου εἶναι ἀπαύγασμα τῆς γνώμης τῶν συγχρόνων του Ἑλλήνων γιά τήν ἐθνικότητα τῶν Μακεδόνων καί ὄχι δική του ἐπινόηση, ἡ ἰστορική καί γλωσσική ἐπιστήμη δέ θέλησε νά ἀρκεστῆ σ’ αὐτές. Καλά, εἶπαν, μπορεῖ οἱ βασιλεῖς τους νά ἦταν Ἕλληνες, ἀλλά ὁ λαός νά μην ἦταν ἀνέκαθεν ἑλληνόφωνος, παρά νά ἐξελληνίστηκε ἀπό αὐτούς ἀργότερα. Ἡ ὑποψία αὐτή θά μποροῦσε νά κλονιστῆ μέ τήν παρατήρηση: α) ὅτι γιά τήν ἐποχή ἐκείνη δύσκολα μπορεῖ νά γίνη πιστευτό πώς ἕνας ἑλληνικός βασιλικός οἶκος ἦταν σέ θε΄ση νά κατακτήση καί νά κυριαρχῆ ἐπάνω σ’ ἕνα ξένο καί ἀλλόγλωσσο ἔθνος, περιστοιχιζόμενος ἀπό μιά ντόπια ξενόγλωσση στρατιωτική ἀριστοκρατία, πού ποτέ δέν ἐπιθύμησε νά παραμερίση τόν ξένο κυρίαρχο. Τό νά παραδεχτοῦμε ἕνα τέτοιο πράγμα καί εἶναι ἁπλοϊκό, ἀλλά καί θά μᾶς ἀνάγκαζε νά δεχτοῦμε ἕνα γεγονός, πού δύσκολα θά μποροῦσε κανείς νά παρουσιάση καί σ’ ἄλλη χώρα ἕνα ἀνάλογό του. β) Ὅτι και ἄν ακόμα παραδεχτοῦμε τό ἀπίθανο αὐτό γεγονός, ἐκεῖνο πού θά ἔπρεπε νά συμβῆ, ὡς μοιραίο ἐπακόλουθο, θά ἦταν νά ἀφομοιωθῆ γλωσσικά ὁ ἑλληνικός βασιλικός οἶκος ἀπό τούς ὑπηκόους του, καί ποτέ τό ἀντίστροφο. Γιατί πάντοτε στήν ἱστορία τῶν λαῶν ὁ ντόπιος λαός ἀφομοιώνει γλωσσικά τούς ξένους κυριάρχούς του, ἀκόμα καί ὅταν αὐτοί ἀπαρτίζουν ὁλόκληρη φυλή, ἀρκεῖ να εῖναι πιο ὀλιγάριθμοι ἀπό αὐτόν. Ἔτσι ἔγινε λ.χ., γιά νά περιοριστῶ σέ λίγα παραδείγματα, μέ τούς σκανδιναβικῆς καταγωγῆς Ρώσ(ους), που ἐκσλαβίστηκαν ἀπό τούς Σλάβους ὑποκόους των, μέ τούς γερμανικῆς καταγωγῆς Φράγκους (Francais), που ὅταν κυρίεψαν τή λατινόφωνη Γαλατία εκγαλλίστηκαν μέ τούς μογγολικῆς καταγωγῆς Πρωτοβουλγάρους, πού ἐκσλαβίστηκαν από τούς βορείως τοῦ Αἵμου Σλάβους ὑπηκόους των, μέ τούς γερμανόφωνους Νορμανδούς, πού ἐκγαλλίστηκαν, ὅταν κατάκτησαν τή Β. Γαλλία, καί ἐξαγγλίστηκαν κατόπιμ, ὅταν ὑπόταξαν τήν Ἀγγλία, καί – γιατί πᾶμε μακρυά; - μέ τούς Ρωμαίους αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου μαζί μέ ὅλη τή ρωμαϊκή ἀριστοκρατία πού τούς περιστοίχιζε, οἱ ὁποῖοι ἐξελληνίστηκαν πολύ γλήγορα ἀπό τόν συμπαγῆ ἑλληνισμό τοῦ ἀνατολικοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους. 3) Ὅτι καί ἄν οἱ Μακεδόνες βασιλεῖς ἐπέβαλλαν στούς ὑπηκόους των τήν Ἑλληνική ὡς γλῶσσα ξένη, θά ἦταν ἀδύνατο νά τή μάθη ὁ λαός τόσο γρήγορα, καί νά μη διατηρήση παράλληλα με αὐτή καί τη δική του γλῶσσα, ὅπως ξέρουμεσήμερα ὅτι συμβαίνει πάντοτε σε τέτοιες περιπτώσεις, ὥστε νά διαφύγη τήν προσοχή τοῦ Ρωμαίου ἱστορικοῦ Τίτου Λιβίου, πού ἀναφλερει ὅτι τόν 3ο αἰώνα π.Χ. οἱ Μακεδόνες ἦντα ὁμόγλωσσοι μέ τούς (Ἕλληνες) Αἰτωλούς καί Ἀκαρνάνες. Οἱ παρατηρήσεις αὐτές κλονίζουν πολύ τήν ὑποψία ὅτι οἱ Ἕλληνες βασιλεῖς τῆς Μακεδονίας θά μποροῦσαν νά ἐλληνίσουν ἕνα ξενόφωνο λαό σέ τόσο πρώιμη ἐποχή, πού οὔτε σχολεῖα, οὔτε τύπος, οὔτε ἐκκλησία ὑπῆρχαν. Ἐκεῖνο ὅμως πού θά εἶχε τή δύναμη νά διαλύση ὁριστικά τήν ὑποψία αὐτή καί πού εἶναι τι ἄλλο παρά ἕνα κείμενο γραμμένο στην ἀρχαία μακεδονική διάλεκτο, ἐκείνη δηλ. πού μιλοῦσαν οἱ Μακεδόνες πρίν ἀπό τόν δῆθεν ἐξελληνισμό τους, αὐτό δυστυχῶς δέν ὑπάρχει. Ὅλες οἱ ἀρχαῖες ἐπιγραφές πού ἔρχονται στό φῶς μέ τήν ἀρχαιολογική σκαπάνη ἀπό τά σπλάγχνα τῆς μακεδονικῆς γῆς ἀνήκουν στήν ἐποχή πού οἱ Μακεδόνες βασιλεῖς εἶχαν πια ἐπισημοποιήσει τήν ἀττική διάλεκτο στό κράτος τους. Ἐπιγραφή ἔστω καί μέ μιά μόνο φράση, γραμμένη πρίν ἀπό τόν 5ο αἰώνα π.Χ. σέ ἐποχή δηλαδή παλαιότερη ἀπό τήν περίοδο τοῦ ὑποτιθέμενου ἐξελληνισμοῦ τοῦ μακεδονικοῦ λαοῦ, δέν ἔγινε δυστυχῶς δυνατό νά βρεθῆ πουθενά ὡς τώρα. Πῶς πρέπει νά ἐξηγηθῆ αὐτό; Ὅτι δέν ἔγραφαν οἱ Μακεδόνες τόν 6ο αἰώνα π.Χ. εἶναι ἐντελῶς ἀπίθανο, γιατί ἡ γραφή ἡ ἑλληνική ἦταν ἤδη τότε γνωστή σε λαούς βορειότερους ἀπό τούς Μακεδόνες. Ἤ λοιπόν οἱ παλαιές μακεδονικές ἐπιγραφές ἦταν ὅλες χαραγμένες σέ ὕλη φθαρτή καί διαλύθηκαν στό πέρασμα τῶν αἰώνων, ἤ πρέπει νά διατηρήσουμε τήν ἐλπίδα ὅτι κάπου καρτεροῦν κι αὐτές ἀκόμα τήν ἀξίνα τοῦ ἀρχαιολόγου ἤ τό ἀλέτρι τοῦ γεωργοῦ, γιά νά τίς ἀνασύρη στό φῶς. Ὥσπου νά ἔρθη ὅμως - ἄν θἄρθη - ἡ ποθητή αὐτή στιγμή, πού θά θέση τελεία καί παύλα στή μακροχρόνια συζήτηση γύρω ἀπό τό ἐπίμαχο τοῦτο ἐθνολογικό καί γλωσσολογικό πρόβλημα, ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα δέν ἔμεινε μέ σταυρωμένα χέρια. Μή ἔχοντας στά χέρια της ἕνα μακεδονικό κείμενο, ἔστρεψε τήν προσοχή της σέ γλωσσικό ὑλικό πού ἔχει μικρότερη ἀποδεικτική δύναμη, ἀλλά δέν απύει νά εἶναι πολύτιμο καί σπουδαιότατο γιά τή διαφώτιση τοῦ ζητήματος. καί τό ὑλικό αὐτό εἶναι διάφορες λέξεις πού παραδίνονται σέ κείμενα τῆς ἀλεξανδρινῆς καί ρωμαϊκῆς περιόδου ὡς διαλεκτικές μακεδονικές. Οἱ λέξεις αὐτές βρίσκονται ἄλλες στίς ἐπιστολές τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου καί στόν Ἀθήναιο, ἄλλες προέρχονται ἀπό μιά συλλογή πού εἶχε κάνει ἤδη τόν 3ο αἰώνα π.Χ. ὁ Μακεδόνας γραμματικός Ἀμερίας, καί οἱ περισσότερες, περίπου 140, ἔχουν αποθησαυριστῆ ἀπό τόν ἀλεξανδρινό λεξικογράφο τοῦ 5ου μ.Χ. αἰώνα, τόν Ἡσύχιο. Ὁ Ἡσύχιος φιλοτιμήθηκε μέσα στό πελώριο λεξικό του τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς νά περιλάβη καί λέξεις πού εὕρισκε νά ἀναφέρωνται σέ παλαιότερα κείμενα ὡς ἀρχαῖες μακεδονικές, ἤ πού τίς βρῆκε στή συλλογή τοῦ Ἀμερία. Δέ το ἔκαμε ἄλλωστε μόνο γιά τή Μακεδονική, ἀλλά καί για λέξεις ἄλλων ἑλληνικῶν διαλέκτων ἤ ξένων γλωσσῶν.
Γράφει λ.χ. ἀγγίξαι· έγγίσαι Κρῆτες. ἀδνόν· ἁγνόν Κρῆτες. ἀζένα· πωγώνα Φρύγες. αἴκουδα· αἰσχύνη Λάκωνες. ἄδδαυον· ξηρόν Λάκωνες. ἄβαγνα· ρόδα Μακεδόνες. ἀβαρύ· ὀρίγανον Μακεδόνες. ἀγκαλίς· ἄχθος καί δρέπανον Μακεδόνες. ἀδῆ· οὐρανός Μακεδόνες. ἀδραιά· αἰθρία Μακεδόνες. δἀρυλος· ἡ δρῦς ὑπό Μακεδόνων. δώραξ· σπλήν ὑπό Μακεδόνων. ἴλαξ· ἡ πρῖνος ὡς Ρωμαῖοι καί Μακεδόνες. κάλιθος· οἶνος Ἀμερίας. σκοῖδος· ἀρχή τις παρά Μακεδόσι, τεταγμένη ἐπί τῶν δικαστηρίων· ἣ λέξις κεῖται ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς Ἀλεξάνδρου.
Τό μακεδονικό τοῦτο γλωσσικό ὑλικό τοῦ Ἡσύχιου, πού δέν εἶναι περισσότερο ἀπό 140 λέξεις, μαζί μέ 200 περίπου κύρια ὀνόματα Μακεδόνων βασιλέων, εὐγενῶν καί ἀξιωματικῶν τῆς ἐκστρατείας τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, πού ἀναφέρονται ἀπό τούς ἱστορικούς, τό ὑπέβαλαν οἱ γλωσσολόγοι σέ ἐξονυχιστική ἀνάλυση, γιά νά δοῦν ἀν σχετίζεται περισσότερο μέ τό λεξιλόγιο καί γενικά μέ τίς φωνητικές καί μορφολογικές ἰδιορρυθμίες τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ὁπότε θά ἀποτελοῦσε μιά σοβαρή ἔνδειξη ὅτι ἡ ἀρχαία Μακεδονική ἦταν διάλεκτος ἑλληνική, ἤ μήπως παρουσιάζει μεγαλύτερη συγγένεια μέ ἄλλες γειτονικές ξένες γλῶσσες καί κυρίως μέ τή Θρακοϊλλυρική. ὁπότε πάλι θά στήριζε κι αὐτό μέ τή δική του δύναμη τήν ὑποψία ὅτι ὁ ἀρχαῖος μακεδονικός λαός ἦταν θρακοϊλλυρικός πρίν τόν ἐξελληνίσουν οἱ βασιλεῖς του. […] Ποια εἶναι τά ἀνελλήνιστα γνωρίσματα τῆς ἀρχαίας Μακεδονικῆς; Ἰδοῦ αὐτά: Ἐνῶ σέ ὅλες τίς ἄλλες διαλέκτους τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικής, δηλ. τή δωρική, αἰολοαχαϊκή καί ἰωνοαττική, τά ἰνδοευρωπαϊκά σύμφωνα πού λέγονται μέσα δασέα bh, dh, gh ἀντιπροσωπεύονται ὡς φ, θ, χ, στή Μακεδονική, ὅπως τήν παρουσιάζει τό λεξιλογικό ὑλικό πού διέσωσε ὁ Ἡσύχιος ἀντιπροσωπεύονται ὡς β, γ, δ : 1) β ἀντί φ: Βάλακρος ἀντί φαλακρός, Βερενίκα ἀντί Φερενίκη, Βερεκράτης ἀντί Φερεκράτης, κεβαλά ἀντί κεφαλή, Βέρροια ἀντί Φεραί, νίβα αντί νίφα (=χιόνι), 2) δ ἀντί θ: ἀδῆ ἀντί αἰθήρ, δώραξ ἀντί θώραξ, δεσμός ἀντί θεσμός, καδαρός ἀντί καθαρός, 3) γ ἀντί χ: ἀγέρδα ἀντί ἄχερδος, Μάγας ἀντί Μάχας, Γαιτέας ἀντί Χαιτέας, κτλ. Μόνο ἡ Μακεδονική, εἶναι διαφέρει, ὡς πρός τα σύμφωνα αὐτά ἀπό τίς ἄλλες ἑλληνικές διαλέκτους, ἄρα δέν ἦταν ἑλληνική. Μά ἀφοῦ οἱ περισσότερες λέξεις της, ὅπως τίς διασώζει ὁ Ἡσύχιος, εἶναι ὅμοιες μέ τῶν ἄλλων ἑλληνικῶν διαλέκτων, καί τά κύρια ὀνόματα τῶν Μακεδόνων ὅπως τά παραδίδουν οἱ ἱστορικοί, εἶναι ἑλληνικά; Αὐτά, ἀπάντησαν, εἶναι δάνεια ἀπό τήν ἑλληνική γλώσσα. Τι ἦταν λοιπόν ἡ ἀρχαία Μακεδονική; Τι ἀλλο, εἶπαν, μποροῦσε νά εἶναι, ἄν δέν ἦταν ἑλληνική, παρά ἤ αὐτοτελής ἰνδοευρωπαϊκή γλῶσσα ἤ διάλεκτος τῆς θρακοϊλλυρικῆς γλώσσας, πού ἐκάλυπτε τότε ὁλόκλητη τή βόρεια Βαλκανική χερσόνησο καί συνόρευε μέ τήν ἑλληνική. Τότε θυμήθηκαν καί τίς δυσκολίες πού παρουσίασαν οἱ ἑλλανοδίκες τῆς Ὀλυμπίας στόν Ἀλέξανδρο Α’, ὅταν πὴγε νά λάβη μέρος στοῦς ἀγῶνες, χωρίς νά καλοσκεφτοῦν ὅτι, ἄν δέν ἦταν Ἕλληνας, οὔτε ὁ ἴδιος θά ἐξέθετε τό βασιλικό του γόητρο νά παρουσιαστεῖ στήν Ὀλυμπία - γιατί ἄραγε δέν πῆγε καί ἄλλος βάρβαρος ἡγεμόνας; - οὔτε οἱ ἑλλανοδίκες θά πείθονταν τόσο εὔκολα ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος Α’ ἦταν Ἕλληνας. Τότε ἐπίσης θυμήθηκαν καί τόν μεγάλο ρήτορα τῆς μικροπολιτικῆς, τόν Δημοσθένη, πού, μη ἐννοώντας τίποτα ἀπό τά σημεῖα τῶν καιρῶν, κατηγοροῦσε στούς Φιλιππικούς του τόν πατέρα τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου ὡς βάρβαρο, ὅσο κι ἄν τό βάρβαρος δέν ἐσήμαινε πιά τότε τόν ἀλλόγλωσσο, καθώς καί τό ὅτι ὁ Μ. Ἀλέξανδρος κάποτε πού ἔχασε τήν ψυχραιμία του «ἀνεβόα μακεδονιστί καλῶν τούς ὑπασπιστάς», ὡς ἄν τό νά μιλήση κανείς ἐπάνω στόν θυμό του στό τοπικό του ἰδίωμα, ὅπως στόν κάθε ἀνθρωπο πάντοτε μπορεῖ να συμβῆ, εἶναι ταυτόσημο μέ τό νά μιλήση σέ γλῶσσα μη ἑλληνική. Τόσο τά ἐπιχειρήματα ὅσο καί τά πορίσματα αὐτά ἔμελλεν ἀργότερα νά φυλλοροήσουν καί να πέσουν ἕνα ἕνα, σάν φύλλα ξερά μπροστά στόν ἄνεμο τῆς ἐπιστήμης. στάθηκαν ὅμως μέ ἐπιμονή τόσον καιρό, ὅσος χρειαζόταν γιά νά ἐνσκήψη στήν ὡς τώρα καλόπιστη ἐπιστημονική συζήτηση ἡ πολιτική σκοπιμότητα τῶν ἐχθρῶν τῆς αἰωνιότητας τοῦ ἑλληνισμοῦ ἐπάνω στή Μακεδονία.
Related Posts
See AllΗ ζωή είναι πόλεμος. Η γη σου είναι φρούριο και χρέος σου η νίκη. Μη μιλάς, να σκέπτεσαι, ν ΄ αγαπάς, να μην πονάς. Ένας είναι ο σκοπός...