top of page

Επίδαυρος 1938 – Ηλέκτρα


Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1938 λαμβάνει χώρα στην Επίδαυρο ένα μεγάλο γεγονός, στο οποίο πολλοί θα αναφερθούν, λίγοι όμως θα καταφέρουν να αισθανθούν την μεγαλειώδη αληθή φύση του. Λίγοι, διότι ο εναγκαλισμός με την «έρημο» και την «ανατολή», ήταν και είναι ισχυρότερος από εκείνον με τα «υψίπεδα», τα «όρη» και την «Δύση» που εν τω βάθει χαρακτηρίζουν την Ελληνικότητα. Σε μία εποχή εντόνου αναζητήσεως ταυτότητος και προσδιορισμού μιας Ελληνικότητος η οποία αιώνες αγκομαχά να επιβιώσει κάτω από πληθώρα μανδυών που κάθε λογής μόρφωμα ή δόγμα αγωνιούσε και επιδίωκε να την σκεπάζει, θα δοθεί σε όσους μύστες και κοινωνούς αυτής, ακόμη περισσότερο έδαφος βιώματός της. Η αρχαιολογική σκαπάνη του 1881 υπό τον Κεφαλλονίτη αρχαιολόγο Παναγή Καββαδία φέρνει επί τέλους στο φως το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Είχαν προηγηθεί αποτυχημένες προσπάθειες προσδιορισμού της θέσεώς του από την Γαλλική Αρχαιολογική Εταιρεία. Ο Καββαδίας βασίστηκε στις αρχαίες πηγές, κυρίως στον Παυσανία, και αναζήτησε βάσει και των ηχητικών αναγκών του θεάτρου ποια κοιλότητα της περιοχής θα αποτελούσε το ιδανικότερο μέρος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο κατάφερε να επαναφέρει στο φως το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Ένα θέατρο αφιερωμένο στον Ασκληπιό, μιας και η κάθαρση, η λύτρωση και η υγεία αποτέλεσαν και αποτελούν την αρχή και το τέλος της Τέχνης, όταν αυτή παραμένει ανέγγιχτη από τον σκοταδισμό και τον φθόνο συλλογικών ή ατομικών νοσηρών ψυχοσυνθέσεων.

Σε αυτό λοιπόν, το εκ του χώματος και εκ του σκότους αιώνων αποκαλυπτόμενο θέατρο, θα αναβιώσει το αρχαίο δράμα "Ηλέκτρα" του Σοφοκλή στις 11 Σεπτεμβρίου του 1938. Ήδη από το 1867 είχε γίνει η αρχή με την Αντιγόνη του Σοφοκλή στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού από το Πανεπιστήμιο Αθηνών σε απόδοση του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή. Στην δυσπρόσιτη για την εποχή Επίδαυρο και υπό τη σύνθεση του μεγάλου Έλληνα Δημήτρη Μητρόπουλου, σκηνοθεσίας Δημήτριου Ροντήρη και μεταξύ άλλων υπό την λαμπρότητα της Ελένης Παπαδάκη και της Κατίνας Παξινού, θα αντηχήσει ξανά μετά από είκοσι και πλέον αιώνες, το μεγάλο Σοφόκλειο αυτό δράμα, το οποίο όσοι αιώνες και αν περάσαν μονάχα ένας Ριχάρδος Στράους μπόρεσε να το αγγίξει, να το ζυμώσει και να το κληροδοτήσει στον Άνθρωπο, δίχως να το καταστρέψει. Με πενιχρά τεχνικά μέσα, δίχως σκηνικά και φωτισμούς, με το φυσικό φως μονάχα, έλαβε χώρα μία μεγάλη αναγέννηση, απόδειξη της νομοτελειακής φύσεως μιας Ιδέας, η οποία αν μη τι άλλο, αποτελεί τον μοναδικό πυρσό, τον οποίο μπορεί κάποιος να κρατήσει σφιχτά στα χέρια του για να πορευτεί στο σκοτάδι του υλισμού και στον εκτυφλωτικό ισοπεδωτισμό της λάμψεως του χρυσού. Η πρώτη αυτή παράσταση, υπήρξε η αρχή μιας περιοδείας η οποία συνεχίστηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, την Αγγλία με τελική κατάληξη το Schiller Theater του Βερολίνου στις 3 Ιουλίου του 1939. Για το έργο χρησιμοποιήθηκε η απόδοση της Ηλέκτρας του Ιωάννη Γρυπάρη. Δεν μπορούμε να ξέρουμε, πως βίωσαν εκείνη την εποχή συντελεστές και κοινό, μία τέτοια μεγάλη αναγέννηση, της οποίας το μέγεθος είναι τέτοιο που αδυνατεί κανείς να το συλλάβει όταν συμβαίνει. Σίγουρα, όμως, αποτελεί για όλους εμάς μετά από δεκαετίες, ένα δείγμα πως προσωπικότητες - και όχι μάζες - των επιστημών και των τεχνών κατόρθωσαν, με πλήρη συνείδηση της αποστολής τους, όχι απλώς την επαφή και την ατομική τέρψη εξ αυτής, αλλά την υπηρέτηση ενός υψηλού σκοπού, ο οποίος οδηγεί στην εξάπλωση ηλιαχτίδων αληθούς Ελληνικότητος. Και αν μη τι άλλο, όσοι στρέφονται προς αυτό το Φως, αξίζουν και την θέρμη του.



Φωτογραφικό υλικό από το αρχείο του Εθνικού Θεάτρου : http://www.nt-archive.gr/playMaterial.aspx?playID=831#photos


Βάσει όσων έχουμε παρουσιάσει, αξίζει να επισημανθεί πως ο άνθρωπος ο οποίος έφερε στο φως το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, ο Παναγής Καββαδίας υπήρξε μία εξέχουσα προσωπικότητα, μισητή στους εκάστοτε συμφεροντολόγους, του οποίου την βιογραφία μα και το έργο αξίζει να αναζητήσουμε. Η ζωή του θα τελειώσει, με τον ίδιο παράφρονα να ομιλεί στις πέτρες της Επιδαύρου…


Ένα από τα καλύτερα κείμενα για τον Παναγή Καββαδία βρίσκεται στο έντυπο της αρχαιολογικής εταιρείας «Ο Μέντωρ» στο τεύχος της 23ης Δεκεμβρίου του 1992 στην σελίδα 177 και στο κείμενο του Ζαχαρία Παπαντωνίου με τίτλο «Αισιοδοξία και Υστεροφημία».


Όπως ο ίδιος ο Καββαδίας λοιπόν είχε γράψει :

«Αὐτὸς ὁ ἀντιπαρελθοντικὸς λαός, σκέφτηκε, ὁ παροντιστής, ὁ φουτουριστής, θὰ θυμηθῇ ποτὲ τὶς πέτρες μου, τὶς ἡλιάσεις μου, τὸ σκύψιμό μου στὶς ἐπιγραφές, τὶς λαχτάρες μου ὅταν παρακολουθοῦσα τὴ σκαπάνη κί ἔψαχνα τὴ γῆ καὶ τὸ χρόνο, καθὼς κάνουν σωματικὴ ἕρευνα στὸ λωποδύτη, γιὰ νὰ βροῦν στὶς τσέπες του τὰ κλεμμένα καὶ τὰ καταχωνιασμένας Θὰ καταλάβουν οἱ ἐρχόμενοι ἕνα τόσο δὰ ἀπὸ τὴ μέθη ποὺ μᾶς εἶχε πιάσει ἐμᾶς τοὺς κλασικιστάς, άπ᾿ αὐτὴ τὴ Θεία τρέλλα νὰ βλέπωμε διαρκῶς στὴν ἐλληνικὴ γῆ κλοπές, καταχρήσεις, ἀποκρύψεις γεγονότων καὶ ἀριστουργημάτων; Θὰ νιώσῃ ποτὲ τὸν ἀνασκαφέα; Τὸν ἄνθρωπο ποὺ ξαναφέρνει τὶς Κάρες στὸν ἥλιο τῆς Ἀθήνας μὲ τὰ στολίδια τους, μὲ τὸ τοξωτὸ χαμόγελο, μὲ τὰ χρώματά τους, μὲ τὴ Θρησκευτική τους ἀκαμψἱα; Θὰ θυμηθῇ ποτὲ ἐμᾶς τοὺς ἱστορικοὺς τῆς πέτρας ἀπὸ τὸν Πιττάκη ποὺ πολιορκούμενος μέσα στὴν Ἀκρόπολη παρακαλοῦσε τοὺς Τούρκους νὰ μὴν πυροβολοῦν στὰ ἀρχαῖα... ὣς ἐμένα καὶ τὸν Τσοὐντα, ὣς τοὺς μαθητάς μας, αὐτὸν τὸν ἱερὸ λόχο τῶν παρελθοντιστῶν Ἑλλήνων τὸν ὁπλισμένο μὲ τὶς σκαπάνες ποὺ ὁρμᾷ στὰ σκοτάδια τῆς ἱστορίας κί ἀκόμα στὸ ζόφο τῆς προϊστορίας... Πολὺ ἀμφιβάλλω. Κί ἐπειδὴ οἱ συμπατριῶτες μου δὲν ἔχουν μνήμη, λαμβάνω τὰ μέτρα μου. Δημοσιεύω στὴν ἱστορία τῆς Ἀρχαίας Τέχνης ὅλες μου τὶς ἀρχαιολογικὲς πράξεις καὶ ὅλα ὅσα οἱ ξένοι ἀρχαιολόγοι ἔγραψαν γιὰ μέ, ὥστε νὰ γίνουν κί αὐτὰ μέρος ἀναπόσπαστο τῆς ἱστορίας τῆς ἑλληνικῆς τέχνης».




Προτεινόμενες Αναρτήσεις
Πρόσφατες Αναρτήσεις
Aρχείο Αναρτήσεων
Search By Tags
No tags yet.
Follow Us
  • Facebook Basic Square
  • Google+ Basic Square
  • YouTube Social  Icon
bottom of page