Περί ευθυνών..
Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον σημερινό φελλό που επιπλέει στην κορυφή του βούρκου της δημοκρατίας, ως μία από τις συνεπέστερες στο πρόγραμμά της κυβέρνηση. Με γνώμονα την αποσύνθεση και τον κατακερματισμό των δεσμών της εθνικής λαϊκής κοινότητος καθώς και τον ψυχισμό αυτής στο σύνολό της, το επαίσχυντο έργο των εχθρών του Έθνους ολοένα και θριαμβεύει. Μετά από τέσσερις δεκαετίες σήψης, προδοσιών, παρακμής και ψυχικής – ψυχολογικής εξαθλιώσεως, μέρος του λαού επιμένει να γοητεύεται από το ψεύδος και την απάτη της κάλπης, αναζητώντας κάθε φορά με περίσσεια κουτοπονηριά εκείνον τον μικρο-απατεώνα ο οποίος θα του εξασφαλίσει την συνέχεια των ψευδαισθήσεων και κάποιου μικρού εφήμερου «κέρδους» το οποίο όμως στα μάτια του φαντάζει το Α και το Ω του «είναι» του. Αυτό το μέρος του λαού, οφείλουμε να ομολογήσουμε πως δεν εξαπατάται. Γνωρίζει πολύ καλά τι επιλέγει και για αυτό το επιλέγει. Επιλέγει τους ψεύτες και τους απατεώνες, τους μηδενιστές, τους νοσηρούς, τους ανίκανους , γιατί εν τέλει λίγο ή πολύ το ίδιο είναι ή θα ήθελε να είναι και αυτός. Το μέρος αυτό, λοιπόν, το «εκλογικό σώμα» δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξει την αντίληψή του, μήτε την νοοτροπία του. Φέρει ισχυρά εντός του τα γονίδια της μεταπολιτεύσεως και την τρομερή επιτάχυνση εντός ενός βαθύτατου γκρεμού. Σε αυτή την μεγάλη ταχύτητα που έχει αναπτύξει στην κατακρήμνισή του, παρασέρνει κάθε αξία, κάθε ιδανικό, κάθε ίχνος αξιοπρέπειας, ακόμη και την ίδια την φύση. Έχουμε φθάσει στο σημείο να νομοθετούμε την επιλογή «φύλου», να θεωρούμε πρόβλημα την αριστεία, να απαξιώνουμε την πατρίδα στο επίπεδο του «τόπου», να ευλογούμε την μαρξιστική και νιχιλιστική τρομοκρατία, να αδειάζουμε της φυλακές και να βουτά στο αίμα ολόκληρη η κοινωνία και πλείστα άλλα… Όλα αυτά, αν μη τι άλλο, δεν είναι σημάδια ενός μεγάλου τέλους, και αν είναι δεν αξίζει να αναλώσουμε το όποιο χάραγμά μας σε αυτό τον κόσμο, μονάχα με την ανάλυση αυτή. Είναι χαρακτηριστικά περιόδων που ιστορικώς έχουν πολλάκις επαναληφθεί στον κυκλικό αυτό ρου της ιστορίας.
Ανάμεσα σε όλα αυτά, άλλοτε ψηλότερα, άλλοτε χαμηλότερα, μα πάντα αγκομαχώντας να αναρριχηθούμε αντίθετα σε αυτή την πορεία, υπάρχουμε. Υπάρχουμε μαζί με όσους απαξιούν τις κάλπες και την δημοκρατία. Με όσους χλευάζουν τις υποσχέσεις και τους μεσσίες, με όσους αρνούνται να ξεγελάσουν την αποξένωση, τα αδιέξοδά και τα ποικίλα συμπλέγματά τους με –ισμούς και κόμματα. Με όσους οσφραίνονται την Δύναμη και την Αδυναμία, την Πυγμή μα και τον Φόβο, την Ζωή μα και τον Θάνατο. Σε αυτόν τον χρόνιο ανήφορο, ακούμε και βλέπουμε πολλούς «προέδρους», «αρχηγούς», «αληθινούς αγωνιστές» να κατηγορούν άλλους κ.ο.κ. Παράλληλα με τον συλλογικό πραγματικό θρίαμβο των μηδενιστών ζούμε και την πραγματική αποτυχία των διαφόρων πτυχών του Εθνικισμού. Και η ευθύνη μας είναι μεγάλη. Όχι η ευθύνη των άλλων, αλλά η δική μας, η ευθύνη την οποία με θάρρος και τόλμη πρέπει να αντικρύσουμε και αν χρειαστεί να δακρύσουμε από ντροπή μπροστά της. Από αυτή την σκληρή μας αυτοκριτική θα πεταχτούν οι σπίθες από τις οποίες θα έρθουν οι φλόγες που τέφρα θα κάνουν πλείστα πάθη και εγωισμούς. Και αυτή η τέφρα αποτελεί το προσφορότερο έδαφος για δημιουργία. Είναι γεγονός, πως κάθε ένας από εμάς, είναι πολύ μικρός μπροστά στις αξίες της Πατρίδος και της Φυλής, για να απογοητευθεί και να θεωρήσει μάταιη κάθε προσφορά του σε αυτή. Επίσης, είναι πολύ δειλός αν επιτρέψει η όποια του προσφορά να τήκεται σε καμίνια συμφερόντων ή παθών. Ο ηρωισμός της σημερινής μας εποχής έγκειται και στο να αντιληφθούμε επακριβώς πότε ένα πεδίο, είναι πεδίο μαχών της Φυλής ή πεδίο μαχών των παθών μας. Οφείλουμε να διαλευκάνουμε αν τα ονόματα, τα σύμβολα, οι ιδέες, οι απόψεις, όλα όσα επικαλούμαστε από ένα παρελθόν που δεν ζήσαμε, παίζουν τον ρόλο του μύθου ο οποίος θα αποτελέσει την πρώτη ύλη μιας μελλοντικής πραγματικότητος που θα χαράξουμε εμείς, ή αποτελούν καταναλωτικά είδη αδηφάγων κενών, αδυναμιών, ανασφαλειών, αδιεξόδων. Είναι σκληρός ο άνθρωπος, μα ακόμη σκληρότερη η Φύση. Και η φύση, καθώς και οι οξυδερκείς παρατηρητές της, δείχνουν πως στον πρώτο δρόμο θα χαιρόμαστε τους πόνους μίας γέννας και στον δεύτερο τον θρήνο ενός θανάτου.
Στον δικό μας δρόμο, η αίσθηση αυτή της ευθύνης αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες του καθημερινού μας οικοδομήματος. Αντικρίζοντας όλη αυτή την επέλαση των εχθρών μας , πρώτα απ’ όλα αναρωτιόμαστε τι μπορούμε να κάνουμε εμείς. Με τα δύο μας χέρια, το λίγο μυαλό μας, τις όποιες μας ικανότητες. Αν υπήρχε ηγέτης να μας οδηγήσει, θα τον είχε γράψει η ιστορία. Θα ήμασταν ή χαρακιές σε μάρμαρα νεκρών ή στην στελέχωση ενός ισχυρού εθνικού κράτους. Μα η ιστορία δεν είναι στην περίοδο των μεγάλων ηγετών, μήτε καν των τακτικών στρατών, μήτε καν των πολέμων, μήτε καν της εργασίας. Παρ’ όλα αυτά, όπως και σε άλλες εποχές, είμαστε ή , ορθότερα, επιθυμούμε να είμαστε φορείς μίας ιδιότητος και πολλών καθηκόντων. Της ιδιότητος του πολιτικού στρατιώτη ο οποίος καθημερινά ισχυροποιείται και μάχεται για τον ζωτικό του χώρο ενόσω υπηρετεί το ύψιστο καθήκον του : να αποτελέσει ένα ζωντανό Παράδειγμα ενός φυλετικά και εθνικά συνειδητοποιημένου μα και αγωνιζομένου Ανθρώπου, ο οποίος αν τον ευλογήσει η μοίρα θα γευτεί την Νίκη , αν όχι, θα είναι περήφανος που προετοίμασε το έδαφος ώστε οι επόμενοί του να έχουν την Τιμή. Σε αυτό το καθήκον ξεδιπλώνεται κάθε μέρα ένας βίος βάσει ενός μύθου. Σε αυτόν τον μύθο μας φωλιάζει η Ελληνική και η Ευρωπαϊκή Παράδοση, η ιστορία της Πατρίδος μας, τα πάθη της Φυλής μας, οι εθνικισμοί και οι θρησκευτικές αναζητήσεις διαφόρων λαϊκών κοινοτήτων, η φιλοσοφία, η τέχνη, ο Εθνικοσοσιαλισμός και τόσα ακόμη... Όλα τους πηγές από τις οποίες αντλούμε παραδείγματα, διδάγματα, γνώση, σοφία και κυρίως την αίσθηση της Ζωής και του Θανάτου για όσα λαμβάνουν χώρα γύρω μας. Και από την αίσθηση αυτή της Ζωής, της επαναστατικής αυτής θεωρήσεως αγωνιούμε να χαρακτηρίζεται ο καθημερινός μας Αγώνας σε έναν κόσμο εξαρτημένων και νεκροζώντανων. Για εμάς, δεν έχει κανένα νόημα, μήτε από αυτό, μήτε από κανένα άλλο βήμα να ασχοληθούμε δημοσίως με τα λάθη ή τα σωστά των «άλλων», των «σωστών» ή των «λανθασμένων» φορέων ιδεών. Έχουμε τόσους πολλούς εχθρούς απέναντί μας να αλωνίζουν, που σίγουρα μια ζωή δεν θα μας φτάσει να τους πολεμάμε. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να κοιτάμε πίσω, δεν έχουμε την πολυτέλεια να ανέβουμε σε υψώματα και να παρατηρούμε κρίνοντας απλώς τις κινήσεις ομοϊδεατών. Γιατί; Γιατί αγωνιούμε να αντικρύσουμε κάποτε την ευθύνη μας κατάματα και να μην απογοητεύσουμε τον εαυτό μας αλλά και τους λιγοστούς μα άξιους συναγωνιστές μας.