Η ουσία της τέχνης κατά τον G. Hegel
Η τέχνη συνιστά μια από τις αξιακά διαβαθμισμένες μορφές ή βαθμίδες, με τις οποίες πραγματώνεται το απόλυτο πνεύμα. Οι άλλες δύο είναι η θρησκεία και η φιλοσοφία. Από εδώ προκύπτουν δύο τινά: α) η τέχνη δεν μπορεί να ανήκει στην τάξη της μίμησης ή της απομίμησης –με την αρχαιοελληνική σημασία των όρων. Τούτο σημαίνει για τον φιλόσοφο ότι δεν πρέπει να καταδικάζουμε συλλήβδην τη μιμητική τέχνη, αλλά τις αντιλήψεις εκείνες που θέλουν την τέχνη περιορισμένη στο επίπεδο της μίμησης. β) Η τέχνη αποτελεί την εκδήλωση του άπειρου, του απέραντου μέσα στο περατό, στο πεπερασμένο. Επομένως είναι ο τόπος, όπου το πνευματικό στοιχείο εκφράζει, αρθρώνει, σε αισθητή μορφή την αυθεντικότητα της φύσης του. Στο πεδίο της τέχνης, κατά ταύτα, το πνεύμα εξωτερικεύει ή εκδηλώνει την ικανότητά του να πνευματοποιεί το πραγματικό με καλλιτεχνικό τρόπο, δηλαδή να το «ιδιοποιείται» για να το συγκροτεί και να το ανασυγκροτεί στην αληθινή του υπόσταση. Έτσι, για παράδειγμα, ό,τι αυτο-αποκαλείται λογοτεχνικό έργο δεν σημαίνει ότι απηχεί και μια αυθεντική λογοτεχνικότητα. Αυθεντικό λογοτεχνικό έργο και γενικότερα αυθεντικό έργο τέχνης είναι εκείνο που πραγματώνει τη διαλεκτική μορφής και περιεχομένου, δηλαδή συνιστά ένα άρτιο αισθητικά και πνευματικά-διανοηματικά καλλιτεχνικό δημιούργημα.
Όπως λοιπόν προκύπτει, η τέχνη συνιστά μια ανώτερη δραστηριότητα, εργασία και διεργασία του πνεύματος. Πώς όμως τα έργα τέχνης, δηλαδή αυτά τα συγκεκριμένα έργα του πνεύματος, αναδύονται στην πραγματικότητα; Αναδύονται με αισθητό τρόπο. Αποτελούν ένα σημαίνον που εκπέμπεται από το πνεύμα υπό τη μορφή του αισθητού φαινομένου. Γι’ αυτό και μια αισθητή προφάνεια, το ίδιο το φαίνεσθαι ως τέτοιο, δεν είναι μια εξαπάτηση ή αυταπάτη των αισθήσεων, αλλά εκδήλωση, εξωτερίκευση του πνεύματος. Με αυτό το νόημα, ο Χέγκελ ομιλεί για φαινομενολογία του πνεύματος. Ορισμένως, λοιπόν, η τέχνη έχει τον ίδιο προορισμό με τη θρησκεία και τη φιλοσοφία, εν τούτοις διαφέρει απ’ αυτές τις δυο μορφές του πνεύματος στο ότι διαθέτει τη δύναμη να εκφράζει τις πιο υψηλές ιδέες με αισθητό τρόπο, με κατ’ αίσθηση παράσταση και αναπαράσταση, έτσι ώστε αυτές οι ιδέες να καθίστανται προσιτές σ’ εμάς. Ένα ερώτημα γεννιέται εδώ: η ιδέα του ωραίου είναι μια απ’ αυτές τις υψηλές ιδέες ή είναι αυτή τούτη η ωραιότητα που γεννήθηκε και ξαναγεννήθηκε από το πνεύμα και ως τέτοια συνέχει αρμονικά τις εν λόγω ιδέες; Προφανώς για τον Χέγκελ ισχύει το δεύτερο: δηλαδή το ωραίο ή η ωραιότητα διατρέχει και συνάπτει αυτές τις ιδέες Π.χ. ένας ζωγραφικός πίνακας εκφράζει μια υψηλή ιδέα και ένα ποίημα εκφράζει άλλη υψηλή ιδέα. Αμφότερα όμως αυτά τα καλλιτεχνικά έργα και οι εκφραζόμενες με ή σε αυτά ιδέες συνέχονται από τη μια ιδέα του ωραίου ή της ωραιότητας ως ωραιότητας της τέχνης.
Με βάση αυτή την οπτική, το ωραίο της τέχνης δεν ταυτίζεται με το ωραίο της φύσης. Το πρώτο, ως προϊόν του πνεύματος, είναι ανώτερο από το ωραίο της φύσης. Εκ πρώτης όψεως τούτο δεν μας λέει τίποτα, γι’ αυτό και ο καθένας μπορεί να ισχυριστεί το αντίθετο. Πού έγκειται η αλήθεια, η οποία έχει τη δύναμη να παραμερίζει κάθε αυθαίρετο ισχυρισμό, κάθε ανάλαφρη υποκειμενική γνώμη; Στο γεγονός ότι το φυσικό κάλλος, το ωραίο της φύσης, αντικαθρεφτίζει το ωραίο, το κάλλος του πνεύματος. Επειδή το πνεύμα είναι εκείνο το αληθές που περιλαμβάνει μέσα του τα πάντα, το ωραίο της φύσης αποτελεί μια αντανάκλαση του ωραίου του πνεύματος, είναι ένας ατελής τρόπος του και ως τέτοιος ανήκει και αυτός στην ουσία του πνεύματος. Από τη γενική τούτη αρχή της προτεραιότητας του πνεύματος ο Χέγκελ δεν εξάγει το συμπέρασμα πως ό,τι ανήκει στο πνεύμα είναι το ανώτερο, ανεξάρτητα από τη δημιουργική ικανότητα του ίδιου του καλλιτέχνη. Εάν συνέβαινε αυτό, τότε κάθε μέτριο καλλιτέχνημα, κάθε ελλιπές αισθητικά έργο, ιδεολογικά όμως φορτισμένο, θα ήταν το απόλυτα ωραίο.
Για τον φιλόσοφο, καθοριστικό ρόλο παίζει η αξία, η ικανότητα του καλλιτέχνη ως ατομικού δημιουργού, του οποίου η ελευθερία δεν μπορεί να συμβαδίζει με τον εγκλεισμό του μέσα σε ιδεολογικά δόγματα ή σε μορφολογικές θεωρήσεις ή ακόμη σε περιχαρακώσεις σαν αυτές του ρεαλισμού και ιδεαλισμού. Την αξία, την πληρότητα ενός έργου τέχνης δεν την καθορίζει μονοσήμαντα ένα θέμα, όσο σπουδαίο κι αν είναι, αλλά και το έργο, κυρίως το έργο, που παράγει ο καλλιτέχνης. Πολύ εμφατικά παρατηρεί σχετικά ο Χέγκελ πως, όποια αρχή κι αν εμφυσήσουμε στη μετριότητα και στα ταλέντα της, δεν κατορθώνουμε τίποτα, όλα είναι χαμένος κόπος. Ένας πραγματικά ταλαντούχος καλλιτέχνης είναι σε θέση να συνάπτει το καλλιτεχνικά ωραίο με την ελευθερία της έκφρασης και της παραγωγής, να δραπετεύει από τα δεσμά του κανόνα, του κανονιστικού και του κανονισμένου προς την ελεύθερη ενέργεια της φαντασίας, προς την πιο δημιουργική της δύναμη και να μας πλημμυρίζει με γαλήνη, καταπράυνση η και ζωογόνηση.
Ανθολόγιο Κειμένων του G.W.F. Hegel, Δημ. Τζωρτζόπουλος, Εκδ. Gutenberg