Το Έπος των Περσών και των Ινδών
Το παρακάτω κείμενο αποτελεί μετάφραση τμήματος του έργου του Ολλανδού γλωσσολόγου Jan De Vries (1890-1964) με τίτλο "Heldenlied en Heldensage" (Ηρωικό Μέλος και Ηρωικός Θρύλος), εκδοθέν το 1959 και εν συνεχεία το 1963 στην αγγλική.
Τα προϊόντα της Ανατολικής κουλτούρας προξενούν συχνά παράξενη εντύπωση στον Δυτικό άνθρωπο. Αυτό δεν αφορά λιγότερο την ινδική σκέψη και την ινδική λογοτεχνία από ότι την ινδική πλαστική τέχνη. Τα πάντα τείνουν να προσλαμβάνουν τις πολυτελέστατες μορφές ενός τροπικού δάσους. Οι εικόνες των θεών, παράξενες και αλλόκοτες, με τα πολλά τους χέρια, τα δαιμονικά πρόσωπα, τις παράξενες ιδιότητές τους· οι ναοί με την υπεραφθονία διακοσμήσεως και την συμβολικώς συλληφθείσα δομή τους, οι λεπτώς ελισσόμενες υποθέσεις περί της φύσεως του ανθρώπου και του Θεού οι οποίες ξεθωριάζουν σε μία νιρβάνα δίχως σκέψη. Όλα αυτά μας ζαλίζουν και για να διακρίνουμε την ομορφιά που αναμφιβόλως κρύβεται σε αυτά, πρέπει εμείς οι Δυτικοί, να εγκαταλείψουμε πολλούς από τους τρόπους σκέψεως μας αν πρόκειται να νοιώσουμε οικείοι σε αυτόν τον παράξενο κόσμο.
Η επική ποίηση των Ινδών επίσης μας εντυπωσιάζει ως παράξενη. Νοιώθουμε οικείοι με την Ιλιάδα. Εκεί βρίσκουμε μία ωραία συναίσθηση της αναλογίας. Εκεί βρίσκουμε μία συναίσθηση συγκρατήσεως και ωραίας τάξεως η οποία μας φαίνεται να είναι η ουσία κάθε γνησίως κλασσικής τέχνης. Αλλά όταν διαβάζουμε το Μαχάμπχάρατα, φαίνεται σαν να περιπλανώμαστε διαμέσου των πολλών στοών και στροφών ενός Μπορομπουντούρ (Σημείωση ιστολογίου: Βουδδιστικός ναός στην Ιάβα της Ινδονησίας) και εμπλεκόμαστε στην πολλαπλότητα της λεπτομέρειας και των παρεκκλίσεων.
Σε μέγεθος το Μαχάμπχάρατα, το πιο σημαντικό ινδικό έπος, είναι τεράστιο. Στην παρούσα του μορφή αποτελείται από 107.000 δίστιχες στροφές ή ślokas. Αν τοποθετήσουμε αυτούς τους περισσότερους από 200.000 στίχους δίπλα από τα 16.000 εξάμετρα της Ιλιάδος, τότε συνειδητοποιούμε την διαφορά ανάμεσα στην υπερβολή και την συνετή συγκράτηση. Μία ινδική συλλογή παραμυθιών ονομάζεται Καθαριτσαγκάρα, δηλαδή ο ωκεανός των παραμυθικών ποταμών. Πράγματι, ο Ινδός σκέφτεται υπό όρους ωκεανών, ενώ ο Έλληνας βλέπει μπροστά του την εικόνα της Μεσογείου.
Φυσικώς, ένα έπος τέτοιου μεγέθους είναι το αποτέλεσμα μακράς αναπτύξεως.
Το ποίημα το ίδιο έχει να μας πει κάτι για αυτό, καθώς μας αναφέρει με διασκεδαστική ακρίβεια ότι είχε μόνο 24.000 ślokas, αλλά πως αυτό το ποίημα ήταν με την σειρά του η επέκταση ενός παλιότερου έπους 8.800 στροφών δηλ. το μέγεθος της Ιλιάδος. Αυτή επέκταση οφείλεται κυρίως στην εισαγωγή αναρίθμητων επεισοδίων: πρώτον, όλων των ειδών άλλων ηρωικών θρύλων οι οποίοι λέγονται ως παραδείγματα, όμως σε υστερότερους καιρούς και μακρών παρεκβάσεων φιλοσοφικής και διδακτικής φύσεως. Το έκτο βιβλίο του Μαχάμπχάρατα περιέχει την Μπαγκαβάτ Γκιτά ή « Θείον Μέλος» το οποίο αποπειράται να συνθέσει τα διάφορα μεταφυσικά συστήματα. Ο τρόπος με τον οποίο έχει παρεμβληθεί είναι αξιοσημείωτος: όταν ο ήρωας οπισθοχωρεί μπροστά στο ενδεχόμενο χύσιμο του αίματος τόσων συγγενών, ο θεός ο οποίος έχει μεταμορφωθεί σε άνθρωπο αντιτίθεται σε αυτήν την στιγμιαία αδυναμία, υποδεικνύοντας ότι όλα τα ζωντανά πράγματα πρέπει να ακολουθήσουν την κυκλική πορεία μέσω του θανάτου προς μία νέα ζωή.
Το δέκατο τρίτο βιβλίο περιέχει μία σειρά νομικών πραγματειών. Μακρές παρεκβάσεις επί της εγκοσμίου σοφίας και της πολιτικής και επίσης περί της moksa ή της απελευθερώσεως από την αλυσίδα των αναγεννήσεων , δίνουν στο επικό ποίημα τον χαρακτήρα μίας dharmasastra ή πραγματείας περί του θεϊκού και εγκοσμίου δικαίου. Είναι επομένως ευκόλως κατανοητό το ότι στους ναούς που είναι αφιερωμένοι στον Βισνού και στον Σίβα και στους τόπους προσκυνήσεως το Μαχάμπχάρατα διαβάζεται δυνατά μέχρι και σήμερα.
Όταν κανείς ρωτήσει πότε δημιουργήθηκε αυτό το γιγαντιαίο έργο η απάντηση είναι: στην πορεία οκτώ περίπου αιώνων. Η τελική εκδοχή ανήκει στον τέταρτο αιώνα της εποχής μας, αλλά η απαρχή του έπους μπορεί με βεβαιότητα να αναχθεί στον τέταρτο αιώνα π.Χ. Εκείνο τον καιρό θα ήταν ακόμη ένα καθαρώς επικό ποίημα. Με την πάροδο του χρόνου και στα χέρια τον Βραχμάνων ιερέων έγινε το δοχείο, το οποίο συνέλεξε από όλες τις κατευθύνσεις τα ρεύματα της ινδικής σκέψεως. Όμως το γεγονός πως θεολογικές και ιδίως νομικές παρεκβάσεις μπόρεσαν τόσο εύκολα να βρουν μία θέση εντός του, ίσως να είναι μία ένδειξη ότι η ινδική παράδοση ποτέ δεν το θεωρούσε ως ένα κοσμικό ηρωικό ποίημα υπό την στενότερη έννοια, αλλά ότι το ποίημα είχε μία συγκεκριμένη συγγένεια με την θρησκευτικο-φιλοσοφική λογοτεχνία.
Ο πυρήνας του έπους μπορεί να συνοψισθεί εν συντομία κατά τον ακόλουθο τρόπο. Ο Παντού, πρίγκηπας του Κουρού, που βρίσκεται στα λεκανοπέδια του άνω Γάγγη και του Τζούμνα, αφήνει πέντε γιους μετά τον θάνατό του οι οποίοι ονομάζονται εκ του πατρός τους Παντάβα. Οι διαπρεπέστεροι των γιων αυτών είναι ο Γιουντιστίρα, ο Μπίμα και ο Άργιουνα. Ανατρέφονται από τον τυφλό θείο τους Ντριταράστρα. Προκύπτει αντιζηλία όμως ανάμεσα στους γιούς αυτού του πρίγκηπος και τους πέντε εξαδέλφους τους. Ο πρεσβύτερος γιος που ονομάζεται Ντουρυοντάνα επιτυγχάνει τελικώς να καταστήσει τον πατέρα του προκατηλειμένο έναντι των Παντάβα, παρά την αντίθεση του θείου του Βασιλέως Μπίσμα, του πολεμιστού-Βραχμάνου Ντρόνα και του δικαστού Βιντουέρα.
Οι γιοι του βασιλιά Ντριταράστρα καταφέρνουν να αποκτήσουν την υποστήριξη του ήρωος Κάρνα, γιου ενός ηνιόχου. Τότε ο Ντουρυοντάνα αποπειράται να φονεύσει τους εξαδέλφους του παρασύροντάς τους εντός μίας οικίας από εύφλεκτο υλικό η οποία τότε πυρπολείται. Αυτή η δόλια μέθοδος συναντάται επίσης στην Ιρλανδική και στην Γερμανική λογοτεχνία. Ενθυμίζει το κάψιμο της αιθούσης στον μύθο των Βουργουνδών. Όμως συνέβη επίσης και στην αληθινή ζωή· οι Ισλανδικές σάγκες δίνουν μερικά παραδείγματα του brenna inni, του καψίματος του εχθρού εντός της οικίας του.
Εντούτοις, οι Παντάβα καταφέρνουν να αποδράσουν με την μητέρα τους Κούντι μέσω ενός υπογείου περάσματος. Όμως το έδαφος κάτω από τα πόδια τους έχει γίνει τόσο καυτό που κρύβονται μέσα σε ένα δάσος, ενώ ο Ντουρυοντάνα έχει την καθησυχαστική εντύπωση πως χάθηκαν μέσα στις φλόγες.
Ενδεδυμένοι ως Βραχμάνοι, οι αδερφοί ζουν μέσα στο δάσος. Ο αφύσικα δυνατός Μπίμα φονεύει δύο τέρατα ή Ρακσάσα, ένας άθλος που είναι σχεδόν υποχρεωτικός για έναν ήρωα και που μπορεί να συγκριθεί με την μάχη του Μπέογουλφ εναντίον της Γκρέντελ. Ο βασιλιάς του γειτονικού λαού των Παντσάλα, που ονομάζεται Ντρουπάντα, αποφασίζει να διοργανώσει ένα σβαγιαμβάρα (svayamvara) για την κόρη του Κρίσνα (Krśna), που συνήθως ονομάζεται Ντραουπάντι. Αυτό σημαίνει πως μπορεί να πάρει έναν σύζυγο της δικής της επιλογής εκ των πριγκήπων που έρχονται από όλες τις μεριές. Οι πέντε αδελφοί, ζητιανεύοντας και ενδεδυμένοι ως Βραχμάνοι, επίσης πηγαίνουν εκεί. Ως δοκιμασία της δυνάμεώς τους, οι μνηστήρες πρέπει να λυγίσουν ένα τεράστιο τόξο και να τοξεύσουν ένα βέλος προς ένα συγκεκριμένο στόχο. Ουδείς εκ των παρόντων δεν είναι ικανός να το κάνει αυτό. Μόνον ο Κάρνα είναι τόσο δυνατός. Αλλά η Ντραουπάτι τον απορρίπτει ως σύζυγο διότι ανήκει σε κατώτερη κάστα. Τότε ο Άργιουνα προχωρεί και εκπληρώνει τον σκοπό.
Το λύγισμα ενός τόξου ως δοκιμασία δυνάμεως εξιστορείται επίσης στο άλλο Ινδικό έπος, την Ραμαγιάνα· προφανώς είναι ένα παλαιό απομεινάρι από ένα μακρινό παρελθόν, διότι μας θυμίζει τον Οδυσσέα ο οποίος λυγίζει ένα τόξο στην αίθουσα του οίκου του όπου είναι συγκεντρωμένοι οι μνηστήρες, και έτσι ξεκινά την λύση του έργου.
Ο Άργιουνα γίνεται τώρα αποδεκτός ως σύζυγος, παρά τις διαμαρτυρίες πολλών εκ των παρόντων πριγκήπων διότι είναι Βραχμάνος. Τότε οι Παντάβα αποκαλύπτουν ποιοι είναι και επιπλέον απαιτούν όπως η Ντραουπάτι, συμφώνως προς ένα προγονικό έθιμο, τους νυμφευθεί όλους.
Ο Ντραουπάτα επιτυγχάνει την ειρήνη ανάμεσα στον Ντριταράστρα και τους Παντάβα. Ο Γιουντιστίρα γίνεται άρχοντας του μισού βασιλείου. Ο Άργιουνα υποτίθεται πως σπάει την συμφωνία μεταξύ των αδελφών σχετικώς με την σχέση τους προς την Ντραουπάτι και ως ποινή φεύγει εξόριστος για δώδεκα χρόνια ζώντας ως ερημίτης. Αυτό όμως δεν τον εμποδίζει από το να εμπλακεί σε μία σειρά περιπετειών πολέμου και έρωτος. Όταν τελικώς επιστρέφει στους αδελφούς του, η δύναμή τους έχει αυξηθεί συνεχόμενα· έχουν αποκτήσει μία κυρίαρχη θέση στην Βόρειο Ινδία και ο Γιουντιστίρα προσφέρει τώρα την περίφημη βασιλική θυσία γνωστή ως aśvamedha.
Επι του παρόντος παρόλα αυτά, η μοίρα θα στραφεί εναντίον τους. Οι γιοι του Ντριταράστρα προσκαλούν τον Γιουντιστίρα σε ένα παιχνίδι ζαριών με τον Σιακούνι, αδελφό της μητρός τους. Συνεπαρμένος από το παιχνίδι ο Γιουντιστίρα στοιχηματίζει τα πάντα στη τελευταία ζαριά· χάνει όλη τις κτήσεις του και εν τέλει την ελευθερία του καθώς και αυτήν των αδελφών του. Στην φημισμένη ιστορία του Nala συναντώνται επίσης η svayamvara και το παιχνίδι των ζαριών, πράγμα που αποδεικνύει πόσο σημαντικά ήταν αυτά στην ινδική παράδοση.
Ο Τάκιτος αναφέρει επίσης το πάθος των γερμανικών λαών για το παιχνίδι των ζαριών στο οποίο στοιχηματίζονται τα πάντα. Αν ο παίκτης χάσει επιτρέπει να γίνει δέσμιος και να πουληθεί «Μια τέτοια ξεροκεφαλιά επικρατεί ανάμεσά τους για έναν ανόητο σκοπό. Αυτοί όμως το ονομάζουν πιστότητα». Ο Ρωμαίος συγγραφέας δεν μπορούσε να εικάσει τι κρυβόταν πίσω από αυτό. Η Έδδα μας λέει παρομοίως ότι στους αρχαίους καιρούς οι θεοί έπαιζαν το παιχνίδι των ζαριών. Όμως αυτό το παιχνίδι είναι κάτι περισσότερο από τρόπο να περνά η ώρα. Είναι μία εξέταση της μοίρας· και τοιουτοτρόπως ένας καθορισμός της μοίρας. Αυτός είναι ο λόγος που ο χαμένος δεν αντιτίθεται ποτέ στο αποτέλεσμα του παιχνιδιού: alea locuta est.
Οι Παντάβα επομένως έχουν χάσει το βασίλειό του και για δώδεκα χρόνια θα πρέπει να αναζητήσουν καταφύγιο στο δάσος. Στο τέλος αυτής της περιόδου παραμένουν για τον δέκατο τρίτο χρόνο στην υπηρεσία του Βιράτα, βασιλέως των Μάτσυα, ενός έθνους που ζούσε νοτίως των Κούρου.
Επιτέλους έχει έλθει ο χρόνος για να αποκαλυφθούν. Όταν οι Καουράβα, οι πρίγκηπες των Κουρού ξεκινούν μία μεγάλης κλίμακος επιδρομή για την αρπαγή κοπαδιών, ηττώνται από τον Άργιουνα. Οι Παντάβα πρόκειται να παλινορθωθούν στο βασίλειό τους, αλλά οι γιοι του Ντριταράστρα το αρνούνται και προετοιμασίες διεξάγονται και στις δύο πλευρές για την μάχη στην οποία θα εμπλακούν όλοι οι πρίγκηπες της Βορείου Ινδίας.
Η μάχη περιγράφεται λεπτομερώς. Ο ποιητής χρησιμοποιεί εδώ το συχνώς εμφανιζόμενο μοτίβο του αγγελιοφόρου. Κατά διαστήματα ο Σανυάρυα εγκαταλείπει το πεδίο της μάχης για να κρατήσει τον Ντριταράστρα ενήμερο για την πορεία της μάχης. Υπάρχουν πολλά θύματα εκ της συγκρούσεως ανάμεσά τους και οι γιοι του Ντριταράστρα. Το τέλος είναι ένας θρήνος που εκστομίζεται από την μητέρα των νεκρών.
Μία τέτοια κατάληξη του ποιήματος φανερώνει μία ομοιότητα με την Ιλιάδα και το Μπέογουλφ. Η κορύφωση του έπους έχει επιτευχθεί σε αυτήν την τρομερή και αποφασιστική μάχη· θρήνος και κηδεία είναι η ικανοποιητική τελική νότα. Το έπος όμως συνεχίζει χωρίς εντούτοις να διατηρεί τον ηρωικό χαρακτήρα του. Μας λέγεται πως ο Γιουντιστίρα μόλις τώρα ανακαλύπτει ότι ο Κάρνα , ο γιος του ηνιόχου, που επίσης έπεσε στην μάχη, είναι ο ετεροθαλής αδελφός του. Για να εξιλεωθεί για την αμαρτία που ακουσίως διέπραξε προσφέρει μία μεγάλη θυσία αλόγων. Στο τέλος ο Γιουντιστίρα αφήνει το βασίλειό του και πηγαίνει στους ουρανούς μαζί με τους αδελφούς του και την Ντραουπάτι.
Παρόλο που είναι πολύ σύντομη, η περίληψη αυτή δεν μπορεί παρά να δώσει τη εντύπωση ενός γνησίως ηρωικού μέλους. Όπως ακριβώς στην Ιλιάδα ο αγώνας για την Τροία απαγγέλλεται ως μία σειρά μονομαχιών ανάμεσα στους ηγέτες, έτσι επίσης συμβαίνει και στο Μαχάμπχάρατα. Φυσιολογικώς, τα τυπικώς ινδικά χαρακτηριστικά όπως η svayamvara ή το παιχνίδι των ζαριών και ειδικώς η απόσυρση εντός των δασών σε απομόνωση για πολλά χρόνια, πρέπει να τοποθετηθούν εντός των κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών που γεννήθηκε αυτή η ποίηση. Και πάλι όμως δεν μπορεί να υπάρξει καμία αμφιβολία πως τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε στην συζήτησή μας για την ευρωπαϊκή επική ποίηση είναι παρόντα και εδώ. Αυτό δεν ισχύει μόνο για το υποκείμενο θέμα, αλλά και για τα στοιχεία του ύφους εν γένει.
Μία ματιά στα περιεχόμενα μπορεί ευκόλως να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αυτή είναι η εξιστόρηση ενός αληθινού γεγονότος διανθισμένη από μία ισχυρή φαντασία. Είναι εντούτοις αξιοσημείωτο ότι οι παλαιότερες πηγές της πρωίμου ιστορίας της Ινδίας, όπως μας είναι γνωστές, δεν αναφέρουν τους Παντάβα ούτε τους Καουράβα. Η χρονολογία των καταγεγραμμένων γεγονότων μπορεί να προσδιορισθεί με κάποιον βαθμό βεβαιότητος εκ του ποιήματος. Διότι λέγεται πως o Μαχάμπχάρατα απηγγέλθει από τον Βαϊσαμπαγιάνα στον βασιλιά Γιαναμεγιάγια, πηγαίνοντάς μας πίσω κατά συνέπεια γύρω στο 800 π.Χ. Από το γεγονός πως ο παππούς αυτού του Γιαναμεγιάγια υποτίθεται πως έπεσε κατά την μεγάλη μάχη του έπους, συνεπάγεται ότι το ποίημα πραγματεύεται γεγονότα του 9ου π.Χ. αιώνος. Είναι όμως τέτοιου είδος πληροφορίες, που ευκόλως θα μπορούσαν να είχαν κατασκευασθεί σε μεταγενέστερη χρονολογία, αξιόπιστες;
Το ίδιο το γεγονός πως οι Ινδοί μεταχειρίζονται την ιστορία με μεγάλη ελευθερία μας εξαναγκάζει με μιας να είμαστε εξόχως επιφυλακτικοί. Με τόσα πολλά κενά και αβεβαιότητες φαίνεται απίθανο να καταφέρουμε να τοποθετήσουμε τους Παντάβα και τους Καουράβα στον ένα ή τον άλλον αιώνα. Αυτό δεν σημαίνει πως στην Μαχαμπαράτα δεν έχουν διατηρηθεί μνήμες ενός μακρινού παρελθόντος. Αυτό το έχουμε ήδη συζητήσει. Η χρήση του άρματος: φέρνει στην μνήμη εκείνες τις πρώιμες εποχές που οι Ινδοευρωπαϊκοί λαοί πήραν αυτήν την μέθοδο πολέμου από τις φυλές της στέππας στην Κεντρικής Ασία. Την χρησιμοποίησαν επί μακρόν. Στους Γαλατικούς τάφους της περιόδου Λα Τεν ακόμη ανακαλύπτονται άρματα. Έχουμε δει πως στους ιρλανδικούς μύθους ο Κούχουλαϊν μάχεται πάνω στο άρμα του. Οι Έλληνες της Ιλιάδος έκαναν το ίδιο επίσης. Ένα επίσης πολύ παλαιό χαρακτηριστικό είναι ότι οι ήρωες πολεμούν με τόξο και βέλος. Αυτό είναι επίσης γνωστό από τους Χετταίους στην Μικρά Ασία και τους Αιγυπτίους της 19ης δυναστείας. Επιπλέον όμως οι ήρωες κραδαίνουν ξίφη και πολεμικούς πέλεκεις.
Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις που μας οδηγούν να μην αρνηθούμε έναν ιστορικό πυρήνα στο ποίημα· οι Τσάντγουικ πιστεύουν πως τώρα αυτό θα γίνει αποδεκτό από τους περισσότερους μελετητές. Όσον αφορά τα εξωτερικά στοιχεία μπορεί να υπάρξει συμφωνία. Τί γίνεται όμως με τον πυρήνα της ίδιας της ιστορίας; Υπό αυτήν την άποψη οι γνώμες έχουν μετά βεβαιότητος μεταβληθεί κατά τα τελευταία δέκα με είκοσι χρόνια. Αν κάποιος χρησιμοποιήσει τον όρο ιστορία σχετικώς με την ανιστορική Ινδία, τότε θα πρέπει να είναι σαφής όσον αφορά το αληθινό του νόημα. Η μάχη που έπρεπε να διεξάγουν οι Άριες φυλές κατά την εισβολή τους στο Χιντουστάν εναντίον των ιθαγενών φυλών, ήταν πολύ σημαντική για να μην αφήσει ίχνη στην μεταγενέστερη λογοτεχνία. Δεν γινόταν όμως πλέον αντιληπτή ως καθαρή ιστορία. Αντιθέτως έγινε υπέρθεσή της σε ένα διαφορετικό περιβάλλον. Για αυτό και η απάντηση στην ερώτηση για το ποιος είναι ο αληθινός πυρήνας της ιστορίας, θα πρέπει να είναι σε μυθολογικούς παρά σε ιστορικούς όρους. Δεν θα πρέπει να αναζητηθεί πολιτική ιστορία στην εξιστόρηση, αλλά παράδοση, όχι πανίσχυροι πρίγκηπες του παρελθόντος, αλλά αληθινοί ήρωες. Εν ευθέτω χρόνο θα προσπαθήσουμε να διευκρινίσουμε λεπτομερώς τι σημαίνει αυτό. Εδώ ίσως αρκεί να παραθέσουμε μερικές προτάσεις από τον Τσάρλς Ότραν: «Αυτή η παράδοση συνεχίζεται πάντοτε περισσότερο ή λιγότερο μέσω της φήμης του θρύλου και εκ των περισσότερο ή λιγότερο αντικρουόμενων φαντασιών του μύθου. Έχει τις θεϊκές ή ανθρώπινες μορφές τις οποίες αρέσκεται να ενσαρκώνει ως ηθικά ή πολιτισμικά ιδεώδη. Τις λατρεύει ως ηγέτες. Βλέπει σε αυτές τις ενσαρκώσεις κοινών αναμνήσεων, των προστατών στο πάντοτε αβέβαιο μονοπάτι του χρόνου. Υπερασπίζεται μετά ζήλου την μνήμη τους ενάντια στην συνεχή απειλή της λήθης. Διασώζει επίσης μερικά εντυπωσιακά ονόματα του παρελθόντος είτε μαγικά, φολκοριστικά ή ηρωικά. Ανάμεσα όμως σε όλο αυτό το εξόχως άφθονο υλικό, μετά βίας μπορεί κάποιος να υποδείξει ονόματα ή γεγονότα που μπορούν να ταξινομηθούν χρονολογικώς με ακρίβεια».
Το πόσο αληθές είναι αυτό φαίνεται από μία στενότερη εξέταση του χαρακτήρος των τριών Παντάβα. Όπως συμβαίνει και σε κάθε γνήσια επική ποίηση είναι τύποι αμετάβλητοι, σταθεροί. Κάποιος ή είναι ήρωας είτε είναι προδότης. Δεν υπάρχει κάποια πρόοδος ή παλινδρόμηση όσον αφορά την εγγενή φύση του ανθρώπου. Όταν θεωρούμε τον Βιργίλιο όχι ως το τέλος της επικής ποιήσεως που φτάνει πίσω ως τον Όμηρο, αλλά ως τον πρόδρομο όλης της επικής ποιήσεως που εμφανίστηκε αργότερα, συμπεριλαμβανομένης και της συγχρόνου λογοτεχνίας, τότε είναι ακριβώς ο χαρακτηρισμός του ευσεβούς Αινείου που αναπτύσσεται στη πορεία του ποιήματος, διότι συνειδητοποιεί την αποστολή του! Στην Ιλιάδα εντούτοις, όπως και στο Τραγούδι του Ρολάνδου ή στο Μαχάμπχάρατα δίνεται εξαρχής στον ήρωα ο χαρακτήρας που θα έχει καθ’ όλο το ποίημα. Έτσι η δράση σκιαγραφείται λεπτομερώς λόγω του καθορισμού των χαρακτήρων και δημιουργεί μία κατάσταση όπου ο αναγνώστης γνωρίζει συνεχώς το πως θα δράσουν οι ήρωες στις διάφορες περιστάσεις στις οποίες τοποθετούνται.
Πως παρουσιάζονται οι Παντάβα; Ο Γιουντιστίρα είναι ο αρχηγός των πέντε αδελφών. Περιγράφεται ως μία λίγο ή πολύ παθητική προσωπικότητα, που σέβεται τον νόμο και τηρεί τον λόγο του. Είναι η ενσάρκωση της ιδέας του dharma και για αυτόν τον λόγο είναι γιος του θεού Ντάρμα. Ο Μπίμα από την άλλη είναι λυσσαλέος μαχητής. Οπλισμένος με το ρόπαλό του αναλαμβάνει την υπεράσπιση των τριών αδελφών και τους σώζει κατά τις πιο δύσκολες περιστάσεις. Ο Άργιουνα δεν είναι λιγότερο γενναίος πολεμιστής, αλλά είναι οπλισμένος με τόξο και βέλη. Θεωρείται ως ο γιός του θεού Ίντρα. Και υπάρχουν και οι δύο μικρότεροι αδελφοί, ο Νακούλα και ο Σαχαντέβα. Μένουν τελείως στο παρασκήνιο. Υποτίθεται πως είναι δίδυμοι οπότε δεν είναι περίεργο που η παράδοση τους αντιλαμβάνεται ως γιους των διδύμων θεών: των Άσβιν.
Ο Σουηδός μελετητής Στιγκ Βικάντερ ήταν ο πρώτος που συνειδητοποίησε την πραγματική σημασία αυτού του αξιοσημείωτου χαρακτηρισμού, βασίζοντας τις μελέτες του στις έρευνες του Ζωρζ Ντυμεζίλ για την δομή του κόσμου των γερμανικών θεών. Διότι ο Ντυμεζίλ παρατήρησε ότι η σχέση ανάμεσα στους κυριότερους θεούς αντιστοιχεί με τις κοινωνικές ομαδοποιήσεις στον κόσμο των ανθρώπων, όπου βρίσκουμε στην κλίμακα της κοινωνικής σπουδαιότητος και του κύρους, πρώτα από όλα τον βασιλιά και στο ίδιο επίπεδο τους Βραχμάνους. Μετά ακολουθεί η κάστα των πολεμιστών και, ως η κατώτερη ομάδα, οι γεωργοί και οι τεχνίτες. Για τους τελευταίους η κύρια έμφαση δίνεται στην γονιμότητα και διάφοροι θεοί είναι ενεργοί σε αυτό το πεδίο: πιο συγκεκριμένα μία σειρά θεαινών, εκτός από τους διδύμους τους Άσβιν. Ο προκαλών δέος Ίντρα εμφανίζεται ως θεός της πολεμικής κάστας. Όμως το ανώτερο στρώμα – και αυτό είναι το μοναδικό χαρακτηριστικό του Άριου συστήματος - έχει δύο όψεις, διότι η βασιλεία έχει μία διπλή όψη: είναι η εγγυήτρια της κοινωνικής τάξεως και των νόμων της , αλλά παίρνει και την πρωτοβουλία για αναμόρφωση όταν τα πράγματα έχουν οδηγηθεί σε τέλμα. Με άλλα λόγια: από την μία έχει ιερό-θρησκευτικό χαρακτήρα όμως από την άλλη έχει δυναμική-μαγική φύση. Πρέπει να λαμβάνεται συνεχώς υπόψην ότι αυτή η προφανής αντίθεση επιλύεται με μία αδιάσπαστη ενότητα: έτσι ανάμεσα στους Ινδικούς θεούς υπάρχει το αδιαχώριστο ζεύγος των Μίτρα-Βαρούνα.
Όταν συγκρίνουμε τους πέντε Παντάβα (γιατί πέντε;) με αυτό το σχήμα – που διατηρείται σε λιγότερο ή περισσότερο καθαρή μορφή ανάμεσα σε όλα τα Ινοευρωπαϊκά έθνη – φαίνεται να είναι σε απόλυτη συμφωνία με αυτό. Ο σοφός, σχεδόν παθητικός Γιουντιστίρα και ο φρενήρης μαχητής Μπίμα αντιστοιχούν μαζί στο ζεύγος Μίτρα-Βαρούνα. Ο ευγενής και γενναίος Άργιουνα αντιπροσωπεύει την κάστα των πολεμιστών και δεν χρειάζεται να πούμε ότι οι δίδυμοι Νακούλα και Σαχαντέβα, που μένουν στο παρασκήνιο, είναι ένα αντίγραφο των Άσβιν.
Αυτή η λεπτομερής αντιστοιχία ανάμεσα στους πέντε Παντάβα και το Άριο σύστημα θεών δεν μπορεί βεβαίως να είναι τυχαία. Όπως έχουμε ήδη σημειώσει, μελετητές κατά το παρελθόν έχουν προσπαθήσει σκληρά να αποκαλύψουν έναν ιστορικό πυρήνα στο Μαχάμπχάρατα. Το ίδιο ισχύει και για την ιστορία των προϊστορικών χρόνων που αφηγείται ο Τίτος Λίβιος στο πρώτο βιβλίο του. Οι βασιλείς Ρωμύλος και Ρέμος, Νουμάς Πομπήλιος, Σέρβιος Τύλιος δεν υπήρξαν ποτέ στην πραγματικότητα παρά ως μυθικές μορφές. Αν κάποιος εξετάσει από πιο κοντά την περιγραφή του χαρακτήρος τους και τις δράσεις τους, εμφανίζονται μονομιάς τα τυπικά γνωρίσματα που έχουμε υποδείξει για τους πέντε Ινδοευρωπαϊκούς θεούς. Έτσι δεν είναι πραγματικά αληθινό το να πούμε πως ό,τι είναι μυθικό αποτελεί ύστερη προσθήκη στο ινδικό έπος. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός πως στο έπος υπάρχει ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος θεών: εδώ εμφανίζονται οι νεαροί θεοί Βίσνου και Σίβα. Πίσω τους υποκρύπτεται ένας άλλος κόσμος θεών, συγκεκριμένα αυτός των θεών που λατρεύονται στους ύμνους της Βέδα, αλλά αυτήν την φορά ως να ήταν παραλλαγμένοι σε θνητούς ήρωες. Επομένως ο Στιγκ Βικάντερ έχει δίκιο όταν συνεπέρανε πως ο μυθικός πυρήνας είναι το απώτατο παρελθόν και πως ότι είναι ιστορικό ή ψευδοϊστορικό, είναι απλώς ένας εμπλουτισμός με στερεότυπα που ήταν απαραίτητα ώστε να αποκτήσει δράση το έπος.
Ο γάμος της Ντραουπάτι με τους πέντε αδερφούς έχει όντως προκαλέσει αδικίες και έχει δημιουργήσει μεγάλες δυσκολίες. Θεωρούταν ως ένα τυπικό παράδειγμα πολυανδρίας και η πραγματική καθιέρωση αυτού του τύπου γάμου ανάμεσα σε μερικές πρωτόγονες φυλές του Χιντουστάν φαινόταν να αποδεικνύει την θέση αυτή. Με την τολμηρή φαντασία που μερικές φορές επίσης συνεπαίρνει τους μελετητές, προτάθηκε η θέση πως οι πέντε Παντάβα δεν ανήκαν στην βασιλική οικογένεια των Κούρου, αλλά πως ήταν στην πραγματικότητα μη Αρίας προελεύσεως. Προτιμούσε επομένως αυτό το ισχυρό και πολύ δημοφιλές ινδικό έπος να έχει για ήρωες αντιπροσώπους των εχθρικών και απεχθών πρωτόγονων κατοίκων του Χιντουστάν; Τοποθετούσε αλήθεια το κλασσικό έπος των Ινδών, στο οποίο αρέσκονταν να ανευρίσκουν τα ίχνη του κατακτητικού τους πολέμου για την χερσόνησο, της κύριες ηρωικές μορφές σε μία συζυγική σχέση η οποία ήταν αντίθετη προς όλα τα Άρια έθιμα και η οποία θα ήταν καταδικασμένη να ενεφανίζεται ως άκρως προσβλητική; Δεν τίθεται ζήτημα συζυγικής σχέσεως μίας θνητής γυναικός προς μία ομάδα πέντε θνητών άνδρών, αλλά ενός μυθικού συμβόλου. Ίσως να ανακαλέσω την ιρλανδική αναπαράσταση: η άμεση σχέση ανάμεσα στον βασιλιά και την χώρα εκφράζεται με τον γάμο του βασιλέως με την Μεβ (Medb) την θεά της γης. Έτσι παρομοίως η Ντραουπάτι σχετίζεται με τα δύο πρόσωπα που συμβολίζουν την βασιλική δύναμη. Αλλά η περισσότερο ή λιγότερο ρευστή μορφή της χθονίου θεαίνης Ντραουπάτι, περιορισμένη ώστε να ταιριάζει στο άκαμπτο σχήμα ενός ηρωικού έπους, στην (μυθική) φυσική της σχέση προς τους άλλους θεούς γίνεται μέρος μίας μορφής γάμου στην οποία είναι γυναίκα όλων των Παντάβα. Αυτό είναι το αξιοσημείωτο αποτέλεσμα ενός svayamvara στο οποίο ένας εξόχως γενναίος ηνίοχος απορρίπτεται ως σύζυγος και γίνεται δεκτός ο γάμος με πέντε άνδρες. Αναλογιζόμενος κάποιος αυτήν την τερατωδία σκέφτεται αν το ινδικό κοινό είχε ακόμη κάποια συναίσθηση του μυθικού υποβάθρου. Όπως και να χει αποδεικνύει με πόσο σεβασμό, σχεδόν θρησκευτικό, το έπος γινόταν αποδεκτό από τους Ινδούς.
Αυτό το εκπληκτικό γεγονός διαφωτίζει όχι μόνο την γένεση του Μαχάμπχάρατα, αλλά και αυτήν του ηρωικού έπους εν γένει. Θα επιστρέψουμε σε αυτό αργότερα. Θα προσπαθήσουμε τώρα να αποδείξουμε πως μία παρόμοια προέλευση είναι επίσης πιθανή για το δεύτερο μεγάλο ινδικό έπος, το Ραμαγιάνα.
Η παράδοση αποδίδει το Ραμαγιάνα στον ποιητή Βαλμίκι, το οποίο μάλλον σημαίνει πως ήταν ο τελικό συγγραφέας αυτού του έπους. Η παρούσα εκδοχή των 24.000 ślokas, ένα τέταρτο αυτών του Μαχάμπχάρατα,δεν είναι τίποτε περισσότερο από τον εμπλουτισμό του παλαιού επικού πυρήνος (ιδίως στο τέλος) με πολύ μη ηρωικό, μερικώς αρχαιοδυφικό θέμα-υλικό.
Το ποίημα ξεκινά με την ιστορία πως ο βασιλιάς Ντασαράθα του Αγιόντυα έχει δύο συζύγους. Η μία, η Καουσαλύα του γέννησε τον πρεσβύτερο γιο του, Ράμα. Αλλά η Καουκέϊι, εξωθούμενη από την μητριά τη, ζητεί από τον βασιλιά να τηρήσει μία προηγούμενη υπόσχεση. Της είχε υποσχεθεί να εκπληρώσει οποιεσδήποτε σύο επιθυμίες. Τώρα τις φωνάζει: ο Ράμα πρέπει να εξοριστεί για δεκατέσσερα έτη και ο Μπαράτα θα βασιλεύσει στην θέση του. Ο βασιλιάς λποθυμεί καταβεβλημένος από την θλίψη. Όταν ο Ράμα ακούει όλα αυτά, επιμένει πως ο βασιλιάς πρέπει να κρατήσει την υπόσχεσή του. Αποφασίζει για αυτό να αποσυρθεί στο δάσος. Οι μόνοι σύντροφοί του είναι η πιστή του σύζυγος Σίτα και ο μικρότερος αδερφός του Λακσμάνα. Πολύ γρήγορα μετά από αυτό ο βασιλιάς πεθαίνει· ο Μπαράτα πεπεισμένος ότι έχει κερδίσει την διαδοχή με άδικο τρόπο επισκέπτεται τον αδερφό του στο δάσος και προσπαθεί να τον πείσει να επιστρέψει και να γίνει βασιλιάς του Αγιόντυα. Αλλά ο Ράμα δεν θα παραβιάσει την υπόσχεση του πατρός του και θα αρνηθεί πεισματικώς. Ο Μπαράτα επιστρέφει , αλλά για να δείξει ότι βασιλεύει στην θέση του αδερφού του τοποθετεί τα σανδάλια του Ράμα στον θρόνο.
Οι περαιτέρω περιπέτειες του Ράμα και της Σίτα σχηματίζουν μία τυπικώς ρομαντική ιστορία. Θα την περιγράψουμε συντόμως. Ένας Ρακσάσα απαγάγει την Σίταόταν ο Ράμα και ο Λακσμάνα είναι απόντες και την παίρνει μαζί του στην πρωτεύουσα της νήσου Λάνκα, η οποία αργότερα θεωρούνταν πως είναι η Κεϋλάνη. Ο Ράμα θέλει να προσπαθήσει να ελευθερώσει την σύζυγό του και σε αυτήν του την προσπάθεια εξασφαλίζει την αρωγή μίας στρατιάς πιθήκων. Ο σοφός σύμβουλος των πιθήκων Χάνουμαν καθιστά την επιτυχία του επικινδύνου εγχειρήματος εφικτή. Οι πίθηκοι κτίζουν μία γέφυρα με την νήσο και σε μία μάχη, που περιγράφεται με άφθονες λεπτομέρειες ο Ρακσάσα φονεύεται. Ο Ράμα επανενώνεται με την Σίτα, η οποία εντωμεταξύ έχει αποδειχθεί ακλονήτως πιστή. Η περίοδος εξορίας του έχει τώρα λήξει. Επιστρέφει στο Αγιόντυα, όπου ο Μπαράτα του παραδίδει με χαρά την διακυβέρνηση. Αφήνοντας κατά μέρους τον μακρό αγώνα με τον Ρακσάσα και εξετάζοντας μόνο αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί πυρήνας της ιστορίας, δίνεται η εντύπωση πως δεν έχει και πολύ ηρωικό χαρακτήρα. Ο τόνος είναι ευγενής και υψηλός. Η εξορία του Ράμα που γίνεται αποδεκτή εκ μίας συναισθήσεως του καθήκοντος, όπως και η άρνηση του Μπαράτα να χρησιμοποιήσει την πονηριά της μητρός του τεκμηριώνουν ένα υψηλό ηθικό πρότυπο, αυτό όμως δεν δημιουργεί συναρπαστική δράση. Παρόλα αυτά ο ακροατής αποζημιώνεται με την ιστορία των περιπετειών του Ράμα κατά την εξορία του.
Το ποίημα ήταν πολύ επιτυχημένο. Όχι μόνο έγινε πηγή εμπνεύσεως για όλη την ινδική λογοτεχνία, αλλά έθεσε και τα θεμέλια του Ινδουισμού. Διείσδυσε πολύ μακρύτερα της ινδικής χερσονήσου: για παράδειγμα το δρώμενο Wayang στην Ιάβα ακόμη δείχνει τις περιπέτειες του Ράμα και του Χάνουμαν.
Επειδή υπάρχει τόση λίγη δράση στην αρχική ιστορία του Ράμα και του Μπαράτα, αναρωτιέται κανείς αν μπορεί να ομολεί για ηρωικό θρύλο υπό τη αποδεκτή έννοια του όρου. Ο γιος ενός βασιλέως που για χρόνια πρέπει να αφήσει τον θρόνο, ένας αδελφός που έχει την μεγαλοψυχία να μην χρησιμοποιήσει την τύχη που του χαρίζεται· όλα αυτά δεν περιέχουν πραγματικώς το θέμα-υλικό της γνησίως ηρωικής δράσεως. Είναι περισσότερο ένα παράδειγμα υψηλής ηθικής. Όπως είναι φυσικό οι άνθρωποι προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα ιστορικό υπόβαθρο για αυτό και το έπος θεωρούταν πως αντικατοπτρίζει τον αγώνα των Αρίων για την κτήση του νοτίου τμήματος του Χιντουστάν, ή ακόμη, πράγμα το οποίο είναι ακόμη λιγότερο αποδεκτό, τον αγώνα των Βραχμάνων εναντίον των Βουδδιστών στην Κεϋλάνη.
Ο Τσάντγουικ παρατηρεί: «η ιστορία του Ράμα είναι ειδικού ενδιαφέροντος ως διαφωτίζουσα την ανάπτυξη της μυθολογίας». Εντούτοις, η σύλληψη του Ράμα ως ενσαρκώσεως του Βίσνου δεν μπορεί να είναι κομμάτι αυτής της αναπτύξεως, καθώς εμφανίζεται μόνο στο μεταγενέστερο μέρος του έπους. Είναι αλήθεια πως οι όψιμοι θεοί Βίσνου και Σίβα προσπάθησαν αποκτήσουν σταθερό πάτημα στα παλαιότερα έπη, σε αμφότερα τα Μαχάμπχάρατα και Ραμαγιάνα, δεν κατόρθωσαν όμως να διεισδύσουν πολύ παραπέρα από την περιφέρεια. Ο Τσάντγουικ υποστηρίζει επίσης πως η ταύτιση της ηρωίδος Σίτα με την ομώνυμη αγροτική θεά είναι μεταγενέστερης προελεύσεως: ένα φολκορικό στοιχείο που προστέθηκε αργότερα. Δεν μπορώ όμως να συμφωνήσω με αυτό. Πρώτα από όλα είναι μία πολύ κτυπητή σύμπτωση πως «τυχαίως» η ηρωίδα και η θεά της βλαστήσεως φέρουν το ίδιο όνομα. Και επιπροσθέτως το όνομα είναι μία λέξη που σημαίνει αυλάκωμα, οπότε είναι ένα όνομα που ταιριάζει απολύτως σε μία θεά της γεωργίας. Πως η γυναίκα του Ράμα απέκτησε αυτό το παράξενο όνομα;
Οι μελετητές έχουν κάνει συχνά υποθέσεις για το μυθικό υπόβαθρο αυτού του ποιήματος και έχουν συχνά προσπαθήσει να αποδείξουν πολλά θέλοντας να εξηγήσουν τα πάντα. Όταν ο Γερμανός μελετητής Γιακόμπι υπονοεί πως, συμφώνως προς την ινδική παράδοση, η Σίτα ως θεά είναι γυναίκα του Ίντρα και τότε εξ αυτού συμπεραίνει πως κατ΄ αυτόν τον τρόπο ο Ράμα εξισούται με τον Ίντρα, είμαι υποχρεωμένος να είμαι επιφυλακτικός. Όπως το έπος απεικονίζει τον ήρωα, αυτός σίγουρα δεν είναι ενσάρκωση του Ίντρα. Αντιθέτως, είναι όπως ο Γιουντιστίρα ο τυπικός αντιπρόσωπος του dharma. Επίσης είναι ένας ρητώς βασιλικός τύπος και καθόλου ένας ksatriya, ένα μέλος της πολεμικής κάστας της οποίας προστάτης είναι ο Ίντρα. Αν έπρεπε να υποδείξω ένα μυθικό υπόβαθρο , θα ήθελα να δω στο γάμο του Ράμα και της Σίτα έναν παραλληλισμό με αυτόν του ιρλανδού βασιλιά με την Μεβ. Πίσω από αυτό μπορούμε να διακρίνουμε τον τελετουργικό γάμο του θεού του ουρανού με την θεά της γης, ο οποίος πρέπει να διεξαχθεί τελετουργικώς από τον βασιλέα στο αυλάκωμα. Στα λαϊκά έθιμα αυτή η τελετουργία επιβιώνει για πολύ καιρό: την άνοιξη ο αγρότης μαζί με την γυναίκα του κυλιούνται μαζί στο χωράφι· μία ήπια μορφή σεξουαλικής συνευρέσεως η οποία κάποτε ελάμβανε χώρα στο σπαρμένο χωράφι.
Αν τότε θεωρήσουμε τον Ράμα ως αντιστοιχούντα στο κομμάτι των δύο θεών της βασιλικής εξουσίας που αναλογεί στον Μίθρα, θα περιμέναμε ο Μπαράτα να αντιπροσωπεύει το τμήμα του Βαρούνα. Ήταν μήπως αρχικά ο σφετεριστής που έδιωξε τον αδελφό του από τον θρόνο; Στο έπος όμως είναι εξίσου θαυμαστός ως ένα πρότυπο του dharma: τα σανδάλια στον θρόνο του Ράμα είναι το καταφανές σύμβολο αυτού. Το δίκαιο είναι υπεράνω της ισχύος.
Μετάφραση-Απόδοση: Υπερβορεία