Πετράρχης: Ἡ Ἀνάβαση στό Ὄρος Βεντού
Ἡ ἐπιχείρηση δέν ἦταν εὔκολη: τό βουνό εἶναι μιά μάζα τόσο πετρώδης καί ἀπόκρημνη πού γίνεται σχεδόν ἀδιάβατη. Ὅμως, ὅπως τό εἶπε τόσο ὡραῖα ὁ ποιητής, «ἡ τρομερή προσπάθεια ὅλα τά νικᾶ» (Βιργίλιος). […]
Ἡ μέρα πού ἀργοῦσε νά νυχτώσει, τό εὐχάριστο ἀεράκι, ὁ ἐνθουσιασμός πού φτέρωνε τήν ψυχή, ἡ ἄσληση πού ἔδινε σφρίγος στά σώματα, κι ἄλλα παρόμοια, διευκόλυναν τήν πορεία μας. Μονάχα ἡ φύση τοῦ ἐδάφους μᾶς δυσκόλευε. […]
Ἤμουν κυρίως ἐγώ πού βράδαινα τό βῆμα, ἐνω ὁ ἀδελφός μου, πού βάδιζε κατευθείαν πρός τήν ράχη τοῦ βουνοῦ, κέρδιζε δρόμο κι ἔφτανε ὅλο καί ψηλότερα. Ἐγώ, χωρίς ἰκμάδα, ἔμενα στά χαμηλά, κι ὅταν μέ φώναζε γιά να μοῦ δείξει τον συντομότερο δρόμο τοῦ ἀπαντοῦσε ὅτι ἔλπιζα νά βρῶ πιό εὔκολο, καί πῶς δέν μ’ ἔνοιαζε ἄν θά ‘ταν μακρύτερος, φτάνει να ‘ναι πιό ὁμαλός. Μέ κάτι τέτοια δικαιολογοῦσα τήν δειλία μου, κι ἐνῶ οἱ ἄλλοι πλησίαζαν ἤδη στήν κορυφή, ἐγώ πλανιόμουν κάτω, στά λαγκάδια, κι οὔτε μονοπάτι πιό στρωτό ἔβρισκα οὔτε καί προχωροῦσα: τό μόνο πού κατόρθωνα ἤταν νά κάνω τόν δρόμο μου πιό μακρύ και τον μόχθο μου πιό ἄχρηστο. […]
Ἤθελα ν’ ἀποφύγω τήν κούραση τῆς ἀνάβασης, ὅμως ἡ φύση δέν ἀνέχεται τήν ἀνθρώπινη πονηριά, κι ἕνα ὑλικό σῶμα ποτέ δέν μπόρεσε νά ἀνέβει κατεβαίνοντας. […]
Ἔλεγα στόν ἑαυτό μου: «Αὐτό πού δοκίμασες σήμερα τόσες φορές ὅσο σκαρφάλωνες ἐτοῦτο τό βουνό, νά ξέρεις ὅτι θά σοῦ ξανασυμβεῖ, κι ὄχι μόνο σέ σένα ἀλλά και σέ ἄλλους πολλούς, ὅσο θα προσπαθεῖς νά φτάσεις τήν ἀληθινή εὐτυχία (beata vita). Ὁ λόγος πού οἱ ἀνθρωποι δέν τό ἀντιλαμβάνονται εὔκολα, εἶναι γιατί οἱ κινήσεις τοῦ σώματος γίνονται στά φανερά, ἐνῶ τοῦ πνεύματος εἴναι κρυφές καί μένουν ἀθέατες. Αὐτό πού ὀνομάζουμε ἐυτυχία βρίσκεται μονάχα στά ὑψηλότερα καί, καθώς λένε, στενή εἶναι ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ ἐκεῖ. Πολλές στενοποριές πρέπει νά προσπεράσεις, καί πολλά μεγάλα σκαλοπάτια ν’ ἀνέβεις ἀπό ἀρετή σέ ἀρετή. Στήν κορυφή εἶναι τό τέλος τῶν ἀγώνων μας, κι ἐκεῖ τελειώνει ὁ δ΄ρομος τοῦ μακρινοῦ ταξιδιοῦ μας. Ὅλοι ἐκεῖ θέλουν νά φτάσουν· ὅμως, ὅπως λέει ὁ Ὀβίδιος «Δέν ἀρκεῖ νά θέλεις κάτι: γιά νά τό κερδίσεις, πρέπει νά τό λαχταρᾶς».
[…] Ἔμεινα νά στοχάζομαι σιωπηλά τήν ἔνδεια τῆς κρίσης τῶν ἀνθρώπων, πού παραμελοῦν τό σπουδαιότερο κομμάτι τους καί σκορπίζομται στούς τέσσερις ἀνέμους, ἀναζητώντας σέ θεάματα μάται καί κούφις αὐτό πού θά μπορούσαν νά ἀνακαλύψουν μέσα τους. Κι ἐκεῖ, μέσα στήν περισυλλογή μου, ἀναλογιζόμουν πόσο σπουδαῖο θά ‘ταν τό πνεῦμα μας ἄν δέν εἶχε τήν ἀρρωστημένη τάση ν’ ἀπομακρύνεται ἀπό τίς πρωταρχικές του ρίζες καί νά διαστρέφει ἐκεῖνο πού ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε γιά νά τό τιμήσει. Πόσες φορές σήμερα, στόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, δέν γύρισα ν’ ἀντικρίσω τήν κορυφή τοῦ βουνοῦ! Ἔ, λοιπόν, μοῦ φαινόταν μόλις ἴσαμε ἕναν πήχυ ὑψηλή, μπροστά στά ὕψη πού μπορεῖ νά φτάσει ὁ ἀνθρώπινος στοχασμός, ἄν δέν βυθιζόταν στή λάστη τῆς ἀθλιότητας τῶν ἐπίγειων. Καί σχεδόν σέ κάθε βῆμα ἔκανα τούτη τήν σκέψη: «Ἐγώ δέν δίστασα νά βάλω τόση προσπάθεια καί τόσον ἱδρώτα γιά να πλησιάσω ἔστω καί ἐλάχιστα τόν οὐρανό μέ τό κορμί μου· ποιος σταυρός, ποιά φυλακή, ποιά μαρτύρια θά μποροῦσαν νά φοβίσουν τήν ψυχή μου νά συντρίψει τά ὕψη τῆς ἀλαζονείας καί τήν θνητή μοίρα μας, καθώς ὁδεύει πρός τόν Θεό;» Καί τοῦτο ἀκόμη: «Πόσοι νά ‘ναι ἄραγε ἐκεῖνοι πού ἀκολούθησαν τόν ἄλλον δρόμο, ἀπό φόβο γιά τίς δυσκολίες καί ἀπό δίψα γιά τίς ἡδονές; Ὤ, τρισευτυχισμένος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος –ἀν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἕνας τέτοιος ανθρωπος–, πού εἶχε στόν νοῦ του ὁ ποιητής ὅταν ἔγραφε: Εὑτυχής αὐτός πού μπόρεσε νά γνωρίσει τήν φύση τῶν πραγμάτων. καί νίκησε τόν φόβο τοῦ θανάτου καί τό ἀμείλικτο πεπρωμένο, καί τό βουητό τοῦ ἄπληστου Ἀχέροντα» (Βιργίλιος) Ὤ, πόσος μόχθος χρειάζεται γιά νά κυριέψουμε ὄχι τήν κορυφή ἑνός θεόρατου βουνοῦ, ἀλλά τίς ὀρέξεις πού γεννοῦν οἱ κατώτερες, γήινες ἀνάγκες μας!
Ἔτσι, μέ τήν καρδιά ξεσηκωμένη ἀπό συγκίνηση καί μέ πόδια πού δέν ἔνιωθαν τοῦ δρόμου τίς κακοτοπιές, ἔφτασα ἀργά τήν νύχτα στό ἀγροτόσπιτο ἀπ’ ὅπου εἶχα ξεκινήσει τά χαράματα.