Wolfram von Soden
Καθώς ανατρέχουμε στο παρελθόν και στις μεγάλες επαναστάσεις του 20ου αιώνα, είναι πολλές φορές χρήσιμο να αναζητούμε μεγάλες προσωπικότητες της εποχής και την θέση τους στις κοινωνικοπολιτικές αυτές ζυμώσεις και συγκρούσεις. Αν μη τι άλλο, η ιστορία γράφεται πάντοτε από τους νικητές των στρατιωτικών πεδίων, οι οποίοι εν προκειμένω δεν σταμάτησαν εκεί, αλλά αναγνωρίζοντας τις επικίνδυνες για τα συμφέροντά τους βιοθεωρίες με τις οποίες είχαν συγκρουστεί, συνέχισαν έναν ανηλεή πόλεμο κοινωνικού, μα πολλές φορές και φυσικού, αφανισμού κάθε ίχνους των Ιδεών εκείνων και των ανθρώπων που συνέχισαν να τις φέρουν. Παράλληλα, η στρατηγική αυτή του αφανισμού συνοδεύτηκε από την εσκεμμένη διαστρέβλωση της φύσεως των ιδεολογιών αυτών, ταυτίζοντάς τες με ό,τι πιο δαιμονικό και νοσηρό μπορεί να γεννήσει η ανθρώπινη φύση· στοιχεία τα οποία εν ολίγοις χαρακτηρίζουν τον πυρήνα της δικής τους υπάρξεως, την οποία ο χρόνος αποκαλύπτει με ολοένα και γρηγορότερο ρυθμό.
Παρουσιάζουμε, λοιπόν, την περίπτωση μίας ακόμη προσωπικότητος, η οποία παρά τον στιγματισμό της από τα πολιτικά τεκταινόμενα του 20ου αιώνα, παρέμεινε πιστή στην Ιδέα, αλλά και την επιστήμη την οποία υπηρετούσε. Η περίπτωση του Wolfram von Soden (1908-1996) είναι ιδιαίτερη, καθώς ακριβώς αυτός ο ακαδημαϊκός στιγματισμός του στην μεταπολεμική Γερμανία και Αυστρία, τον οδήγησε στην παραγωγή ενός από τα σημαντικότερα πνευματικά επιτεύγματα στον τομέα του, καθιστώντας τον έναν από τους κορυφαίους αυτού του κλάδου. Ένας ακόμη λόγος που κάνει την πορεία του σημαντική, είναι πως ο κλάδος στον οποίο αυτός ο πιστός του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος διέπρεψε, είναι η Ακκαδική γλώσσα, η πλέον αρχαία καταγεγραμμένη σημιτική γλώσσα.
Στις αρχές του 19ου αιώνα πραγματοποιήθηκε η αποκρυπτογράφηση της σφηνοειδούς γραφής, βάσει των επιγραφών που βρισκόντουσαν σε περιοχές όπως η Περσέπολη. Αν και την τιμή για αυτό το πνευματικό κατόρθωμα μοιράζονται πολλοί, η κυρίως και καίρια προσπάθεια μπορεί να αποδοθεί στον Georg Friedrich Grotefend. Παρότι η σφηνοειδής διαβάστηκε, οι ειδικοί ήρθαν αντιμέτωποι με μία γλώσσα που έκανε χρήση αυτών των συμβόλων, η οποία όμως δεν ήταν κατανοητή. Η όλο και αυξανόμενη πολιτική επιρροή των Ευρωπαίων στο σώμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας οδήγησε στην εμφάνιση περιηγητών και αρχαιολόγων στην Μέση Ανατολή, όπως ο Austen Henry Layard, οι οποίοι εύρισκαν όλο και περισσότερα ευρήματα (πινακίδες από πηλό ή κείμενα λαξευμένα σε βράχους). Όσο αυξανόταν ο αριθμός των κειμένων αυτής της γλώσσας, τόσο αυτό διευκόλυνε τους γλωσσολόγους στην προσπάθεια αποκρυπτογράφησής της. Χρειάστηκε να περάσει μισός αιώνας μέχρι να επιβεβαιωθούν οι εικασίες: Η άγνωστη γλώσσα ήταν η Ακκαδική (που περιλαμβάνει στην χρονική της εξέλιξη την Βαβυλωνιακή και Ασσυριακή) και πρόκειται για την πλέον αρχαία καταγεγραμμένη Σημιτική γλώσσα, με πρώτη βεβαιωμένη εμφάνισή της την εποχή του Σαργκόν των Ακκάδων, τον 23ο αιώνα π.Χ. Τα γλωσσικά παράλληλα με άλλες σημιτικές γλώσσες όπως τα εβραϊκά και τα αραβικά, ενέταξαν την μελέτη αυτής της γλώσσας στον κλάδο της Ασσυριολογίας και της Σημιτολογίας.
Την αργή ανάπτυξη στην έρευνα της γλώσσας (που για πολλούς λόγους ήταν πολύ πιο δύσκολη από άλλες αντίστοιχες αρχαίες νεκρές γλώσσες, όπως αυτή των αρχαίων αιγυπτιακών) δυσχέραινε το γεγονός πως δεν υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο κέντρο ερευνών ή κοινή κατεύθυνση, καθώς τα διάφορα πανεπιστήμια ανταγωνίζονταν μεταξύ τους. Έτσι η μελέτη αυτής της γλώσσας σε βάθος, όπως της γραμματική και της σύνταξής της ξεκινάει πρακτικά τον 20ο αιώνα (χαρακτηριστικό της αργής πορείας της κατανόησης της γλώσσας είναι πως η χρήση παρακειμένου, δηλαδή μία σχετικά απλή γραμματική χρήση, έγινε κατανοητή την δεκαετία του 1930).
Επιγραφή στην Ακκαδική Γλώσσα
Ο γεννηθείς στο Βερολίνο και αριστοκρατικής καταγωγής Wolfram von Soden τελείωσε το διδακτορικό του στην Λειψία το 1932 με θέμα την υμνική και επική διάλεκτο των Ακκαδικών (Der hymnisch-epische Dialekt des Akkadische). Το 1936 έγινε καθηγητής Ασσυριολογίας και Αραβικών σπουδών στο γνωστό πανεπιστήμιο του Γκαίτιγκεν (Göttingen). Η ενασχόληση με αυτό το αντικείμενο δεν αποτέλεσε εμπόδιο στην εγγραφή του στα τάγματα εφόδου το 1934. Η συμμετοχή του από νωρίς στις επιχειρήσεις του γερμανικού στρατού, όμως, τον εμπόδισε από το να δεχτεί την θέση του διευθυντή της έδρας των «Μελετών Της Αρχαίας Μέσης Ανατολής» στο Βερολίνο, ίσως η κορυφαία θέση στην οποία μπορούσε να φτάσει κανείς σε αυτό τον κλάδο. Κατά την διάρκεια του πολέμου υπηρέτησε ως μεταφραστής, ενώ συμμετείχε στην φυλετική προπαγάνδα του καθεστώτος με πολλά κείμενά του τα οποία βασίζονταν στην εξειδίκευσή του.
Λόγω του παρελθόντος του και της άρνησής του, μετά τον πόλεμο, να αποκηρύξει το παρελθόν του αποτέλεσε persona non grata. Το κύρος του ως επιστήμονας και η στήριξη που είχε από συναδέλφους του άνοιξαν τελικά την πύλη επανένταξης στην ακαδημαϊκή κοινότητα· ενώ βρισκόταν σε κατάσταση ένδειας, του προσφέρθηκε μία θέση στο πανεπιστήμιο της Βιέννης. Έκτοτε δούλεψε σε θέσεις καθηγητού, πολύ κατώτερες των ικανοτήτων του και κατέληξε το 1961 διευθυντής του τμήματος ανατολικών σπουδών στο πανεπιστήμιο του Μύνστερ μέχρι την συνταξιοδότησή του το 1976.
Σε αυτό το διάστημα της ανεργίας και των μικροδιορισμών, ο ίδιος αποφάσισε να ξεκινήσει ένα μεγαλεπήβολο έργο, που αφορούσε στην δημιουργία αναλυτικού λεξικού της Ακκαδικής γλώσσας. Αυτό, αν και δύσκολο να το φανταστούμε σήμερα, δεν είχε πραγματοποιηθεί στον περίπου έναν αιώνα ύπαρξης αυτής της επιστήμης, καθώς η συλλογή λέξεων και η ταξινόμηση βάση των λεξιλογικών ριζών απαιτούσε, πέρα από τεράστια γνώση της γραμματικής και των διαλέκτων που είχε παρουσιάσει αυτή η γλώσσα στην άνω των 2000 ετών χρήσης της, επιπλέον πρόσβαση σε μεγάλο εύρος κειμένων, και εξαιρετικές γλωσσολογικές ικανότητες· σχεδόν σε κάθε λήμμα στο λεξικό του Soden ακολουθούν επιχειρήματα, παραδείγματα και δοκιμιακή γλωσσική ανάλυση για τις διαφορετικές σημασίες που μπορεί να λάβει το κάθε ρήμα ή λέξη σε διαφορετικές εγκλίσεις ή σε συνδυασμό με συγκεκριμένους συνδέσμους. Το έργο του βοήθησαν συνάδελφοί του, όπως ο Μποργκερ, διευθυντής του τμήματος Ασσυριολογίας της Χαϊδελβέργης, δίνοντάς του πρόσβαση στα κείμενα που χρειαζόταν.
Η εργασία του πάνω στο λεξικό αυτό κράτησε σχεδόν 25 χρόνια, ξεκινώντας την περίοδο της αναγκαστικής ανεργίας του μετά τον πόλεμο. Ο πρώτος τόμος εκδόθηκε το 1959 ενώ ο τρίτος και τελευταίος το 1981, πέντε χρόνια μετά την συνταξιοδότησή του. Παρά το πέρας 40 ετών από την περάτωση αυτού του έργου, και παρά το γεγονός ότι εν τω μεταξύ η έρευνα έχει προχωρήσει πολύ και νέες λέξεις και γλωσσικά φαινόμενα έχουν έκτοτε ανακαλυφθεί καθιστώντας το λεξικό αυτό εν πολλοίς παλιό, είναι το πρώτο εργαλείο το οποίο θα χρησιμοποιήσουν τόσο οι σπουδαστές, όσο και οι ερευνητές ακόμη και σήμερα ειδικώς για ζητήματα που αφορούν επιγραφές του Ασουρμπανιπάλ των Ασσυρίων, είτε σε μεταφράσεις λογοτεχνικών κειμένων όπως το έπος του Γκιλγκαμές, είτε σε σχόλια επί του κώδικα του Χαμουραμπί, είτε στα εκατοντάδες κείμενα εμπορικού και διοικητικού χαρακτήρα που ανακαλύπτονται κάθε χρόνο βοηθώντας έτσι ενεργά την έρευνα στους πολιτισμούς στης Μεσοποταμίας.(₁)
Εδώ ερχόμαστε στο δεύτερο παράδοξο της περίπτωσης von Soden. Αυτοί οι πολιτισμοί και αυτή η γλώσσα αποτελούν, βάσει της σημερινής κατανόησης και ερμηνείας, μέρος της ανεπιθύμητης έρευνας κατά την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού μίας που ένας ευγενής (αν και βασιλικός) μέλος των SA o οποίος είχε με την αρθρογραφία του στηρίξει το καθεστώς, θα απέφευγε την μελέτη της πλέον αρχαίας σημιτικής γλώσσας, καθώς οι σημιτικές γλώσσες ήταν στο πολιτικό στόχαστρο. Το πάθος, όμως, για την υπηρέτηση της επιστήμης καθώς και για την ανακάλυψη και την έρευνα ήταν ακριβώς αυτό που 100 χρόνια νωρίτερα είχε οδηγήσει στο τιτάνιο έργο της αποκρυπτογράφησης της σφηνοειδούς γραφής, αυτής που οδηγούσε και τον νεαρό τότε von Soden να ασχοληθεί με ζήλο και με την ανάγνωση της γλώσσας που η ευρωπαϊκή επιστημονική μέθοδος κατέστησε προσβάσιμη. Κατόπιν προχώρησε και στην αξιολόγηση των πολιτισμικών χαρακτηριστικών αυτών των λαών βάσει των κειμένων τους.
Μετά τον πόλεμο η άρνηση του μεγάλου αυτού επιστήμονα να αποκηρύξει την ιδεολογία που είχε υποστηρίξει, τον περιθωριοποίησε, αλλά το τεράστιο κύρος που είχε, ως ίσως ο πλέον εξέχων επιστήμων του κλάδου του, του επέτρεψε μια μερική αποκατάσταση. Δείγμα της ψυχικής του δύναμης είναι πως τον ελεύθερο χρόνο που είχε κατά την περίοδο του διωγμού του, αντί για παραίτηση ή για απελπισία που πιθανόν να κυρίευε άλλους ανθρώπους, συνέλαβε την ιδέα της πραγμάτωσης ενός τιτάνιου εγχειρήματος, του πλέον δύσκολου έργου με το οποίο θα μπορούσε να καταπιαστεί ένας ασσυριολόγος, αυτό της συγγραφής ενός ολοκληρωμένου λεξικού της Ακκαδικής γλώσσας, στην οποία αφιέρωσε σχεδόν όλο το παραγωγικό μέρος της ζωής του. Και μάλιστα το έκανε με τέτοιον άριστο και ολοκληρωμένο τρόπο, ώστε αυτό να μείνει σε χρήση δεκαετίες μετά από τον θάνατό του, αποδεικνύοντας πως η Θέλησή μας μπορεί και πρέπει να Θριαμβεύει. Η βιοθεωρία άλλωστε του Εθνικοσοσιαλισμού δεν αποτελούσε σύνολο δογματικών αντιλήψεων διαμορφωμένων ούτε από κλειστά οικονομικά λόμπυ ούτε από διανοητές των ακριβών γραφείων και των σφραγισμένων βαγονιών. Ο Εθνικοσοσιαλισμός αποτελούσε γέννημα της ίδιας της σκληρής Αλήθειας του κόσμου αυτού και ως μέρος αυτής, αντί να εμπορευματοποίησει τις επιστήμες, όπως έχουν κάνει οι «νικητές», τις μετέτρεψε και αυτές σε εργαλεία κατανοήσεως, αλλά και υπηρετήσεως της Λαϊκής Κοινότητος.
1.Μεταξύ άλλων έχει διαβαστεί σε κείμενα που προέρχονται από το Μάρι, μία πόλη στον Ευφράτη στα σημερινά σύνορα Ιράκ και Συρίας, η ύπαρξη εμπορικών συναλλαγών με την Μινωική Κρήτη.